0
Συγκλονίζει το Θαύμα της Μεγαλόχαρης με πρωταγωνιστή ένα τυφλό παιδί, τον Νίκο.
Σε κάποια φτωχογειτονιά του Πειραιά ζούσε ένα τυφλό παιδάκι, ο Νίκος. Η μητέρα του ήταν καλή, ευσεβής, ενάρετη. Ταχτικά πήγαινε στην εκκλησία και παρακαλούσε τον Χριστό να χαρίσει φως στο παιδί της.
Ο πατέρας ήταν αδιάφορος στα θρησκευτικά ζητήματα. Πολλές φορές κορόιδευε τη γυναίκα του για τη θρησκευτικότητά της. Ούτε στην εκκλησία πήγαινε, ούτε σταυρό έκανε.Η μάννα έτρεξε σ’ όλους τους οφθαλμίατρους, για να εξετάσουν του παιδιού της τα μάτια.Όλοι την απέλπισαν.
Δεν υπήρχε θεραπεία με τίποτε, Αφού έκλεισαν οι πόρτες της γης, η μάννα χτύπησε του ουρανού τις θύρες.
Αποφάσισε να πάει το παιδί της στην Τήνο
.- Γιώργο, σκέφτηκα να πάω στην Τήνο.
– Τζάμπα θα χαλάσεις τα λεφτά σου. Δεν γίνεται τίποτα. Παρ’ το απόφαση. Ο Νίκος θα μείνει τυφλός.
– Εγώ με το παιδί θα πάμε στη χάρη Της. Που ξέρεις· τόσα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο.
– Θαύματα, είπες; Στ’ αλήθεια, γυναίκα, πιστεύεις στα παραμύθια των παπάδων; Αυτά είναι λόγια, για να πηγαίνει ο κόσμος και να εκμεταλλεύονται τους αφελείς. Να μην πας πουθενά. Εγώ λεφτά χαμένα δεν δίνω.
– Εγώ θα κοινωνήσω στην Τήνο. Θα πάω. Θέλω να πάω. Κάτι μου λέει μέσα μου να πάω. Για το Νίκο, το παιδί μου, ας πάμε μαζί. Έλα να παρακαλέσουμε τη Μεγαλόχαρη για το σπλάγχνο μας.
– Είσαι ανόητη, μου φαίνεται. Δεν πήγαμε σε «κοτζάμ» καθηγητάδες, δεν γυρίσαμε ένα σωρό γιατρούς; Όλοι δεν μας είπανε τα ίδια; Σε ρωτώ έχεις εσύ καμιά ελπίδα;
– Ναι έχω. Πιστεύω να με λυπηθεί η Μεγαλόχαρη. Ένα το ’χω η δόλια. Θα με καταλάβει.
– Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Αλλά, επειδή επιμένεις, πήγαινε μονάχη σου. Εγώ δεν έρχομαι.
Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστος, η περίοδος της Παναγίας. Η Μαρία αποφάσισε να περάσει «δεκαπεντάρι» στην Τήνο. Δεκαπέντε μέρες νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Κάθε βράδυ πήγαινε στην Παράκλησι της Παναγίας. Πολλές φορές κοινώνησε, πολλές φορές έκλαψε, δάκρυσε, παρακάλεσε την Παναγία για το άρρωστο παιδί της.
Ω! Γλυκιά του κόσμου Δέσποινα, ξέρεις τον μοναδικό, τον μεγάλο καημό της ζωής μου. Το παιδί μου είναι τυφλό, το μονάκριβο αγόρι μου.
Όλα τα παιδιά, Παναγιά μου, βλέπουν, παίζουν, τρέχουν, χαίρονται τον ήλιο, τη θάλασσα, τα πάντα, γιατί το δικό μου να ζει στο σκοτάδι; Ο Γιός Σου, Παναγιά μου που θεράπευσε τόσους πολλούς τυφλούς, ανήμπορους, δυστυχισμένους, ας θεραπεύσει και το παιδί μου.
Στις 15 Αυγούστου το νησί πλημμύρισε ξένους προσκυνητές. Από τα πέρατα της Ελλάδας έφθασαν πονεμένοι, άρρωστοι, παράλυτοι, για να ζητήσουν την θεραπεία, την βοήθεια της Μεγαλόχαρης.
Η Μαρία σηκώθηκε απ’ τα μεσάνυχτα. Με κομμένη ανάσα πήρε τον ανηφορικό δρόμο προς την θαυματουργή εικόνα. Σε λίγο ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κρατώντας το τυφλό παιδί της. Πλησίασε πάλι την Παναγία, με τα τόσα θαύματα.
Γονάτισε μ’ ευλάβεια, με βουρκωμένα μάτια. Παναγιά μου. Αύριο φεύγομε απ’ το μυρωμένο, τ’ όμορφο νησί σου. Κάμε το θαύμα σου, χρυσοπαναγιά μου. Θεράπευσε το γιο μου, που σού ’φερα στην χάρη Σου.
Ο Νίκος γονάτισε δίπλα στην μητέρα του και ψιθύρισε:
Μεγαλόχαρη, Είμαι τυφλό παιδί. Δεν βλέπω τη φύση, την όμορφη θάλασσα, τα πράσινα δένδρα. Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω.
Σήμερα που θα φύγουμε για το σπίτι μας, Παναγιά μου, σε παρακαλώ για τον πατέρα μου. Χάρισέ του φωτισμό και σύνεση. Κάνε τον να πικραίνει λιγότερο την καλή μου μανούλα.
Βοήθησε τον πατέρα μου να γίνει καλός άνθρωπος. Να μην βλαστημά, να πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον σταυρό του…Σταυροκοπήθηκε ο Νίκος. Τότε ένιωσε κάτι αλλιώτικο μέσα του. Μισάνοιξε τα βλέφαρα. Κάτι άρχισε να διακρίνει.
Έβλεπε μαύρες σιλουέτες να κινούνται.- Μάννα, βλέπω! βλέπω! βλέπω!- Θαύμα! Θαύμα! Δοξασμένο τ’ όνομά Σου Παναγία μου!Μια μυριόστομη κραυγή ακούστηκε: «Θαύμα! Θαύμα!»
Η Μαρία έμεινε αρκετή ώρα δακρυσμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Έβλεπε το παιδί της να βλέπη και δόξαζε απ’ τα τρίσβαθα της καρδιάς της τον Θεό.
Καταχαρούμενοι γύρισαν στον Πειραιά. Ο άπιστος πατέρας, όταν είδε με τα μάτια του, το εκπληκτικό θαύμα συγκινήθηκε, έκλαψε, άλλαξε.
Έπαψε τις ειρωνείες, άρχισε μ’ ευλάβεια να κάνει το σταυρό του, να πηγαίνει ταχτικά στην εκκλησία, εξωμολογείτο, κοινωνούσε, δόξαζε την δύναμη του Θεού.
Λόγος πικρός δεν έβγαινε πια από τα χείλη του.Στο σπίτι εκείνο υπήρχε πόνος, θλίψις, δάκρυα, σκοτάδι, βρισιά, ειρωνεία, βάσανα. Τώρα βασιλεύει χαρά, ευτυχία, φως, τραγούδι.