Σήμερα σε όλες τις εκκλησίες στην Ελλάδα κανονικά θα ψάλλονταν η Γ΄στάση των χαιρετισμών προς την Παναγία. Λόγω όμως των εκτάκτων μέτρων για τον περιορισμό του κορωνοϊού οι εκκλησίες είναι κλειστές.
Έτσι μια παρέα φίλων από το Ναύπλιο, έψαλλαν από το μπαλκόνι σπιτιού και απεναντι από τον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος στην Πρόνοια Ναυπλίου, το Υπέρμαχω, (Ακάθιστος Ύμνος) θέλοντας να τιμήσουν την Θεοτόκο αλλά και γιατί πλησιάζει η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα -ύμνος στη Θεοτόκο. Ο Ακάθιστος Υμνος, «το αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας» (Χαιρετισμοί) επικράτησε να λέγεται έτσι, επειδή οι πιστοί στέκονταν όρθιοι κατά τη διάρκεια που ψαλλόταν.
Το ποιός τον έγραψε, δεν είναι -παρά τις έρευνες- ακόμη γνωστό. Πιθανολογείται οτι είναι έργο του Ρωμανού του Μελωδού και οτι γράφτηκε «ως το μεγάλο ευχαριστώ» προς την Παναγία, η οποία έσωσε την Πόλη από τους εχθρούς.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος.
Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Εκτός από τον δημιουργό του, άγνωστος παραμένει επίσης και ο χρόνος όπου ψάλθηκε για πρώτη φορά.
Κατά μία εκδοχή, το έτος 626 μ. Χ, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με τον βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Αβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Μπροστά στον κίνδυνο, ο τότε Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε τους πολιορκημένους.
Τη νύχτα εκείνη σηκώθηκε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος (αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση), ο οποίος προκάλεσε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι πολιορκημένοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν.
Στις 8 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, έως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Υμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τη υπερμάχω στρατηγώ».
Θεωρείται όμως δεδομένο, ότι ο ύμνος προς την Θεοτόκο δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μέσα σε μία νύκτα. Το πιο λογικό είναι, η σύνθεση να είχε γίνει νωρίτερα και μάλιστα εκτιμάται ότι ψαλλόταν στον συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ορθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει»), με το έως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια».
Σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Υμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ’ (860).
Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Υμνου.
Σε όλες τις γραπτές παραδόσεις, ο Υμνος φέρεται να έχει συντεθεί από άγνωστο σε εμάς άτομο, ενώ ο Συναξαριστής, ο οποίος τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε τον χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Εφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’.
Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο Υμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο Υμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Πηγή: ekklisiaonline.gr