Η πρώτη γνωστή αναφορά σε αυτό βρίσκεται στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα απόκρυφο κείμενο του τέλους του Β΄ αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, οι μετέπειτα γονείς της Παναγίας, ο Ιωακείμ και η Άννα, ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το οτι δεν είχαν παιδιά. Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό.
Αποκτώντας τη Μαρία λοιπόν, την πήγαν όταν ακόμη αυτή ήταν παιδί, στον Ναό της Ιερουσαλήμ προκειμένου να την αφιερώσουν στον Θεό.
Αυτά είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας (όπως το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου και το Βιβλίο της Γεννήσεως της Μαρίας) προσθέτουν ότι η Μαρία αφιερώθηκε στον Ναό σε ηλικία περίπου τριών ετών, σε εκπλήρωση ενός όρκου. Κατά την παράδοση παρέμεινε εκεί προς μόρφωση για να προετοιμασθεί για τον ρόλο της ως Θεομήτωρ.
Η ιστορία
Η διήγηση στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αναφέρει ότι, σε ευχαριστία για τη γέννηση της κόρης τους Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα απεφάσισαν να την αφιερώσουν στον Θεό και την πήγαν ως νήπιο στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Υπάρχει παραλληλία των Εισοδίων με την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης για τον προφήτη και Κριτή Σαμουήλ, του οποίου η μητέρα, επίσης ονομαζόμενη Άννα, πίστευε ότι ήταν στείρα και προσέφερε έτσι το τέκνο της ως δώρο προς τον Θεό στο Σιλόχ.
Η Μαρία παρέμεινε στον Ναό μέχρι το δωδέκατο έτος της ηλικίας της οπότε οι ιερείς του Ναού όρισαν τον Ιωσήφ ως προστάτη της. Σύμφωνα με την Κοπτική παράδοση, ο πατέρας της, ο Ιωακείμ, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν έξι ετών και η μητέρα της, η Άννα, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν οκτώ ετών.[2] Ακόμα και αν η ιστορία είναι ένας θρύλος χωρίς ιστορικές αποδείξεις, έχει σκοπό να τονίσει πως ακόμα και στην παιδική της ηλικία η Μαρία ήταν αφιερωμένη στον Θεό με απόλυτο τρόπο.