Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό άγιο που η φήμη του απλώνεται από την Ελλάδα έως και την Ισπανία. Πολλά ελληνικά χωριά φέρουν το όνομά του και πολλές εκκλησίες έχουν χτιστεί στη μνήμη του. Ο Άγιος Μάμας έχει καθιερωθεί ως προστάτης των βοσκών αλλά και των υιοθετημένων παιδιών. Γεννήθηκε το 260 μ.Χ. στη Γάγγρα της Παφλαγονίας. Γονείς του ήταν οι Θεόδοτος και Ρουφίνα, ευσεβείς Χριστιανοί και με αρκετά καλή κοινωνική θέση. Ο Θεόδοτος, λόγω, της έντονης χριστιανικής δράσης του, είχε ξεσηκώσει εναντίον του έναν από τους τοπικούς άρχοντες, που τον έλεγα Αλέξανδρο. Αυτός είχε διοριστεί από τον ηγεμόνα, με σκοπό να πείθει τους Χριστιανούς να ασπάζονται την ειδωλολατρία. Ο πατέρας του αγίου πρόβαλε σθεναρή αντίσταση και αρκετές φορές, μάλιστα, χλεύαζε τη λατρεία των ειδώλων. Ο άρχοντας είχε εξοργιστεί τόσο πολύ με αυτή τη συμπεριφορά, που τελικά αποφάσισε να συλλάβει το αντρόγυνο. Άρχισε, λοιπόν, να τους ανακρίνει και να τους απειλεί πως θα τους στείλει στον βασιλιά Φαύστο στην Καισαρεία για να τους βασανίσει. Αφού, είδε πως τα λόγια του δεν είχαν καμία ανταπόκριση, τους έστειλε πράγματι στη φυλακή της Καισαρεία.
Η Ρουφίνα, παρά το γεγονός ότι ήταν έγκυος, ακολούθησε τον άντρα της στη φυλακή και υπέμεινε μαζί του όλες τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Μέσα στη φυλακή έμειναν για πολλές μέρες νηστικοί, με αποτέλεσμα μια μέρα ο Θεόδοτος να πεθάνει.
Η γυναίκα του ταραγμένη από τον θάνατο του συζύγου της γέννησε μέσα στη φυλακή τον Άγιο Μάμα. Εξαιτίας, όμως, της αδυναμίας της και της ταλαιπωρίας δεν άντεξε και πέθανε και αυτή.
Το βρέφος γλίτωσε και υιοθετήθηκε από μία πολύ καλή γυναίκα της περιοχής, που λεγόταν Αμμία Ματρώνα.
Η γυναίκα αυτή είδε στον ύπνο της έναν άγγελο που την οδήγησε στη φυλακή, την παρότρυνε να θάψει τα σώματα του Θεόδοτου και της Ρουφίνας και να υιοθετήσει το άτυχο αγοράκι. Έτσι και έγινε.
Αφού έθαψε τους γονείς του αγίου, περιέθαλψε το βρέφος σαν να ήταν πραγματικά μητέρα του. Όταν το μωρό έγινε ενός έτους άρχισε να λέει συνεχώς τη λέξη «μαμά», γι’ αυτό και τον ονομάσανε Μάμα.
Η θετή μητέρα βοήθησε πραγματικά το παιδί να μεγαλώσει σωστά και να μορφωθεί. Το έγραψε στο σχολείο, όπου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεχώρισε για την εξυπνάδα του και τις άριστες επιδόσεις του.
Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησαν εκ νέου οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών, μέσω ενός καινούργιου διατάγματος του Καίσαρα. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, οι ηγεμόνες όλων των πόλεων ήταν υποχρεωμένοι να συλλάβουν όλους τους Χριστιανούς και να τους βασανίσουν μέχρι να αρνηθούν την πίστη τους.
Στην Καισαρεία έστειλαν κάποιον με το όνομα Δημόκριτος για να ενημερώσει όλους τους κατοίκους, ακόμα και τα παιδιά. Ο Μάμας, που βρισκόταν και αυτός στη συγκέντρωση αυτή, μόλις άκουσε τα λόγια του απεσταλμένου προσπάθησε να συμβουλέψει τους συμμαθητές του, λέγοντάς τους: «Πέστε μου, φίλοι μου, τι είδους ουσία προσφέρετε και σε ποιου την προσκύνηση γίνεστε υπήκοοι;».
Αυτοί του απάντησαν: «Υπακούμε στη διαταγή του Καίσαρα». Τους λέει, τότε: «Μη αδελφοί μου, θυμηθείτε τις γραφές τις οποίες διδασκόμαστε και σκεφτείτε καλά και αναγνωρίστε τον αληθινό Θεό, τον ποιητή του ουρανού και της γης.
Αυτόν να λατρέψετε και να προσκυνήσετε, γιατί ο Θεός διά του Ιησού Χριστού έδειξε τον δρόμο της σωτηρίας. Σε Αυτόν να προσφέρουμε θυσία και μην απατάσθε και να θυσιάζετε στα άψυχα είδωλα, τα οποία είναι έργα ανθρώπων. Μη συμμετέχετε, λοιπόν, αδελφοί στις βδελυρές θυσίες».
Οι συμμαθητές του, θορυβημένοι από όσα άκουσαν, μετέφεραν τα λόγια του Μάμα στη μητέρα του, αλλά και στον άρχοντα Δημόκριτο. Η μητέρα του χάρηκε ιδιαίτερα ακούγοντας τη θέση του θετού γιού της, ο άρχοντας, όμως, ανησύχησε αρκετά.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον νεαρό, καθώς η Αμμία ήταν μία αρκετά πλούσια γυναίκα, με εξουσία στα χέρια της, που τη φοβόντουσαν ακόμα και οι άρχοντες του τόπου.
Όταν ο Άγιος Μάμας έγινε 15 χρονών, η μητέρα του πέθανε, και έτσι έμεινε και πάλι μόνος του. Τότε, βρήκαν ευκαιρία οι συμμαθητές του να καταγγείλουν ξανά στον Δημόκριτο πως προσπαθούσε να τους προσηλυτίσει και τους παρότρυνε να σταματήσουν να πιστεύουν στα είδωλα.
Ο άρχοντας, τότε, αποφάσισε να καλέσει τον Μάμα, ώστε να τον ανακρίνει και να τον βασανίσει. Όλες οι προσπάθειές του, όμως, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο νεαρός ήταν αμετάπειστος και δεν φοβόταν τις απειλές του Δημόκριτου.
Μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνει, αποφάσισε να τον στείλει στον βασιλιά για να βασανίσει μέχρι θανάτου τον άγιο. Όντως, ο βασιλιάς φυλάκισε τον νέο και τον βασάνισε πολύ σκληρά.
Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να διατάξει να τον κάψουν ζωντανό. Έτσι, μια μέρα οι φρουροί τον έδεσαν και άναψαν τις δάδες για να τον κάψουν.
Όμως, οι φλόγες δεν κατευθύνονταν προς τον Μάμα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς τους στρατιώτες. Σαστισμένος ο βασιλιάς διέταξε να δέσουν στον λαιμό του μόλυβδο και να τον πετάξουν στη θάλασσα.
Και σε αυτή την περίπτωση, ο άγιος κατάφερε να σωθεί, ως εκ θαύματος, καθώς κόπηκε το σχοινί από τον λαιμό του. Βγήκε, λοιπόν, στη στεριά και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Καισαρείας.
Εκεί, έμαθε να ζει συντροφιά με όλα τα άγρια ζώα, που υπήρχαν στην περιοχή, ακόμα και με λιοντάρια. Κατόρθωσε να τα εξημερώσει, να τα βοσκά και να τρέφεται από το γάλα τους.
Γρήγορα, εξαπλώθηκε η φήμη για κάποινο νεαρό που ζει με τα άγρια ζώα και πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν για να τον γνωρίσουν από κοντά. Δυστυχώς, όμως, έμαθε και ο βασιλιάς για την ύπαρξή του και έστειλε να τον συλλάβουν.
Μόλις είδε πως ο Άγιος Μάμας ήταν ακόμα ζωντανός, αποφάσισε και πάλι να τον βασανίσει. Και πάλι, όμως, με κάποιον ανεξήγητο, για τον άρχοντα, τρόπο ο άγιος γλίτωνε.
Σύμφωνα με την παράδοση, τον έριξε και στα λιοντάρια, τα οποία, όχι μόνο δεν τον κατασπάραξαν, αλλά ανέβηκε στη ράχη ενός λιονταριού και διέφυγε.
Τότε, αποφάσισε ο ίδιος να τον θανατώσει, τρυπώντας τον στην κοιλιά με μία τρίαινα. Με αυτό τον τρόπο άφησε την τελευταία του πνοή ο Άγιος Μάμας.