Λουκάς, ο καθηγητής της Χειρουργικής, Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας – Ο ομολογητής των καιρών μας
Tοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ´
Ἡ χερσόνησος τῆς Κριμαίας στὴν Οὐκρανία (ἄλλοτε χερσόνησος τῆς Σοβ. Ἑνώσεως) βρίσκεται βορείως τοῦ Εὐξείνου Πόντου, περιβρέχεται δὲ ἀπὸ ἀνατολῶν ὑπὸ τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ εἶχε τὴν ὀνομασία Ταυρικὴ χερσόνησος ἢ ἁπλῶς Ταυρική. Οἱ κυριότερες πόλεις μὲ μακρὰ ἱστορία εἶναι ἡ Σεβαστούπολις (ἡ ἀρχαία Χερσών), ἡ Συμφερούπολις, ἡ Ἰάλτα ἢ Γιάλτα (ὅπου ἔγινε ἡ περίφημος Διάσκεψις τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1945 τῶν τριῶν νικητριῶν δυνάμεων τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ἡ Σουγδαία, ἡ Θεοδοσία (ὁ βυζαντινὸς Καφᾶς ἢ ἡ γενεοναζικὴ Caffa), καὶ τὸ Κέρτς (τὸ ἀρχαῖον Ποντικάπατον ἢ Βόσπορος).
Σ᾿ αὐτὴ τὴν τελευταία πόλη, τὸ Κέρτς γεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1877 ὁ ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντὶν Γιασενέτσκι. Σπούδασε Ἰατρικὴ στὸ Κίεβο καὶ τὸ 1904 ὅταν ξέσπασε ὁ Ρωσο-ιαπωνικὸς πόλεμος, βρέθηκε στὴν Ἄπω Ἀνατολή, ὅπου ἐργάστηκε ὡς χειρουργὸς μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ μὲ τὴν Ἄννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τὴ μέλλουσα σύζυγό του, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἐργάζεται σὲ διάφορα ἐπαρχιακὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἐπιτυχίες του εἶναι τόσο πολλές, ποὺ ἡ φήμη του ἐξαπλώνεται γρήγορα καὶ ἀσθενεῖς καταφθάνουν ἀπὸ παντοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ μελετᾶ σχετικὰ μὲ τὴν τοπικὴ ἀναισθησία καὶ συντάσσει ἐπιστημονικὰ ἄρθρα. Διαπρέπει στὶς ἐγχειρίσεις τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ θεραπεία τῶν πυογόνων λοιμώξεων.
Τὸ 1917 ὁ Βαλεντὶν ἐκλέγεται καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τασκένδης. Ἡ ρωσικὴ ἐπανάσταση εἶχε ἤδη ἀρχίσει καὶ ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε στὸ στόχαστρο τῶν Μπολσεβίκων. Τότε ὁ Βαλεντὶν συνελήφθη γιὰ πρώτη φορὰ καὶ αἰτία ἦταν οἱ ποικίλες συκοφαντίες. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια καὶ ὁ ἰατρὸς ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἡ περιπέτεια αὐτὴ ὅμως, παρὰ τὸ αἴσιο τέλος της, ἀναστάτωσε τὴν Ἄννα καὶ ἡ ὑγεία της ἐπιδεινώθηκε, σὲ βαθμὸ ποὺ λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὑπέκυψε. Μετὰ τὸ θάνατό της ὁ γιατρὸς ἐμπιστεύτηκε τὰ παιδιά του στὴ Σοφία Σεργκέγεβνα, μιὰ πιστὴ νοσοκόμα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς «μεγάλης νύκτας» τῆς Ρωσίας μὲ τὶς διώξεις καὶ τὴν ὅλη ἐχθρότητα τῶν κρατούντων κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἰατρὸς Βαλεντὶν ὑπέστη πολλά. Τὸ 1921 ἀποφάσισε γιὰ νὰ προσφέρει περισσότερα στὸν δοκιμαζόμενο λαὸ νὰ χειροτονηθεῖ ἱερεύς. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ἐξέλεξε καὶ Ἐπίσκοπο στὴν Τασκένδη.
Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητο καὶ πολὺ σύντομα ὁ Ἐπίσκοπος πλέον Λουκᾶς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε γιὰ προδοσία καὶ φυλακίστηκε. Στὴ φυλακὴ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ὁλοκληρώσει καὶ τὸ σύγγραμμά του «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων», τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐκδόθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια, παρ᾿ ὅλη τὴ σημασία του γιὰ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἐπειδὴ ὁ συγγραφέας ἐπέμενε νὰ γράφεται στὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου τὸ ἀρχιερατικό του ἀξίωμα.
Ὡς ὅμως ἀναφέρει ὁ κυριότερος βιογράφος του στὰ ἑλληνικὰ ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος, ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σαγματᾶ Θηβῶν στὸ κλασικὸ πλέον βιβλίο του «Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς» Α’ ἔκδοση, Ἀθήνα 1999, (σήμερα ἔχει φθάσει ἡ κυκλοφορία τοῦ βιβλίου τὴν 72η χιλιάδα) οἱ κρατοῦντες τῆς «Κρατικῆς Πολιτικῆς Διεύθυνσης» ἀπεφάσισαν ἕνεκεν τῆς μεγάλης ἐπιδράσεως στὸ λαὸ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν Τασκένδη. Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς πῆρε τὸ μακρὺ καὶ βασανιστικὸ δρόμο τῆς ἐξορίας.
Φυλακίζεται κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ διαπιστώνει τὰ πρῶτα συμπτώματα καρδιακῆς ἀνεπάρκειας, ποὺ θὰ τὸν συνοδεύουν σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Παρ᾿ ὅλες τὶς κακουχίες, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπέναντι σὲ ὅλους τοὺς κρατουμένους προκαλοῦσε τὸ σεβασμὸ ἀκόμη καὶ τῶν πιὸ ἀρνητικῶν καὶ ἐνῶ οἱ γιατροὶ βεβαίωναν πὼς ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του δὲν ἐπιτρέπει μετακινήσεις, ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς ἐκδιώκεται ἐξόριστος πιὸ μακριὰ στὴ Σιβηρία. Τὸ καθεστὼς τὸν ἐγκαθιστᾶ στὴν πόλη Γενισέισκ. Ἐκεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη τὸ 1924 θὰ ἐπιχειρήσει τὴν πρώτη μεταμόσχευση νεφροῦ ἀπὸ ζῶο σὲ ἄνθρωπο (ξενομεταμόσχευση). Ἀργότερα τὸν ἔστειλαν 2000 χλμ. μακρύτερα, στὴν πόλη Τουρουχάνσκ. Καὶ στὸ νέο τόπο τῆς ἐξορίας δὲν ἀρνήθηκε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του σὲ ὅσους τὶς χρειάζονταν, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες. Ὁ λαὸς τοῦ Τουρουχάνσκ τὸν περιέβαλε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ σεβασμό. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τοὺς ἀθέους, ποὺ σχεδίασαν νέα ἐξορία γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο-γιατρό· αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν ἔστειλαν πέρα ἀπὸ τὸν ἀρκτικὸ κύκλο, στὸ χωριὸ Πλάχινο, ὅπου κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο ὁ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει. Ἡ ὑγεία τοῦ Ἐπισκόπου εἶχε ἐπιδεινωθεῖ καὶ μιὰ τέτοια ἐξορία ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ ζωή του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διωκτῶν του. Ἐκεῖ, στὸ Πλάχινο, ὑπέφερε τὰ πάνδεινα, ἰδίᾳ λόγῳ τῶν δυσμενεστάτων καιρικῶν συνθηκῶν. Εὐτυχῶς, δύο μῆνες ἀργότερα, μὲ αἰτία τὸ θάνατο ἑνὸς ἀγρότου, οἱ κάτοικοι τοῦ Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπαίτησαν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἐπισκόπου. Οἱ ἀρχὲς δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ὑποχωρήσουν. Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς, ποὺ ἀπὸ ὅραμα εἶχε εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὸ πέρας τῆς δοκιμασίας του, ἐπέστρεψε στὸ Τουρουχάνσκ και συνέχισε ἀπερίσπαστος τὶς ἀσχολίες του γιὰ ὀκτὼ ἀκόμη μῆνες, μέχρι δηλαδὴ τὸ τέλος τῆς ἐξορίας του.
Ἀλλ᾿ οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως δὲν σταμάτησαν. Ὁ νέος στόχος τους ἦταν νὰ τὸν ἀναγκάσουν εἰς παραίτησιν ἀπὸ τὸ ἱερατικό του ἀξίωμα. Κατόρθωσαν πάλι καὶ τὸν ἔστειλαν ἐξορία στὴ Βόρεια Ρωσία αὐτὴ τὴ φορὰ ἔπειτα ἀπὸ φοβερὲς ἀνακρίσεις, ἐξαντλητικὲς φυλακίσεις καὶ ποικίλους προπηλακισμούς. Ἀδίστακτοι καὶ λίαν ἐχθρικοὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ πολιτικοῦ συστήματος τὸν πιέζουν ἀφόρητα νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κληρική του ἰδιότητα. Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως Λουκᾶς μένει ἀκλόνητος στὴ Πίστη καὶ θυσιάζεται ὡς ὁ Καλὸς Ποιμὴν γιὰ τὸ λαό.
Στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς πνευματικῆς δοκιμασίας ἀρχίζει νὰ χάνει τὴν ὅραση ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μάτι λόγῳ ἀποκόλλησης τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς χιτώνα. Ἐν τῷ μεταξύ, τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων» ἐκδίδονται χωρὶς νὰ ἀναγραφεῖ τὸ ἀξίωμά του καὶ παρὰ τὴν θλίψη του γι᾿ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπτόητος ἔχοντας βαθειὰ ἐκεῖνος πίστη στὸ Θεὸ μέσα του συνεχίζει νὰ δίδει τὴν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νὰ προσφέρει ἐλεημοσῦνες, νὰ βοηθᾶ πτωχούς, ἀπόρους, ἀρρώστους, νὰ χειρουργεῖ, νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει.
Ὅταν στὶς 21 Ἰουνίου 1941 τὰ χιτλερικὰ στρατεύματα εἰσέρχονται στὴ Ρωσία ὁ ἐπίσκοπος-γιατρός, ἂν καὶ ἐξόριστος προσφέρεται ἐθελοντικὰ νὰ ἐργαστεῖ στὴ θεραπεία τῶν τραυματιῶν. Τὸ Κόμμα ἀναγκάζεται καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ἀξία του ὡς γιατροῦ τὸν διορίζει ἀρχίατρο τοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου καὶ σύμβουλο ὅλων τῶν νοσοκομείων τῆς περιοχῆς. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ οἱ συνθῆκες εἶναι οἰκτρές, ἐνῶ παράλληλα δὲν τοῦ ἀναγνωρίζουν κανένα πολιτικὸ δικαίωμα.
Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1942 ἀλλάζει ἡ στάση τῆς Πολιτείας ἀπέναντι στὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Ὁ λαὸς βρίσκει καταφύγιο στοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν παραφροσύνη τοῦ πολέμου. Γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ ὑπάρχουσες ἀνάγκες, ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς προάγεται σὲ ἀρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ. Ὅταν οἱ Γερμανοὶ ὑποχωροῦν ὁ ἀρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στὸ Ταμπὼφ ὅπου καὶ καθίσταται ὑπεύθυνος γιὰ 150 στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα. Μετὰ τὴν λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ὅλως ἀπροσδοκήτως τοῦ δίνουν τὸ Α’ βραβεῖο Στάλιν γιὰ τὴν μεγάλη του προσφορὰ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ στὰ νοσηλευτικὰ ἱδρύματα.
Ἤδη εἶχε φθάσει στὴν ἑβδόμη δεκαετία τῆς ἡλικίας του καὶ ἐκλέγεται ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Τὴν προαγωγή του αὐτή, τὴν θεωρεῖ ὄχι εὐκαιρία κάποιας ἀνάπαυσης ἀλλ᾿ ὡς νέα εὐκαιρία περισσοτέρας διακονίας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθοῦν νέες διώξεις ἐπὶ Χρουστσώφ ἐνῶ ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ τὸν εὐλαβεῖται.
Ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 1960 ὅπου καὶ λειτούργησε γιὰ τελευταία φορά, σχεδὸν τυφλός, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων 11 Ἰουνίου 1961 παραδίδει τὴ ψυχή του στὸ Θεό. Τότε ἡ κηδεία τοῦ ἀρχιεπισκόπου μετατράπηκε σὲ «λαϊκὴ ἐπανάσταση» παρὰ τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Κομματικῶν. Αὐτόπτες μάρτυρες περιγράφουν πολὺ χαρακτηριστικά: «Οἱ δρόμοι πλημμύρισαν ἀπὸ γυναῖκες μὲ ἄσπρα μαντίλια τὰ κεφάλια. Προχωροῦσαν σιγά-σιγὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σορὸ τοῦ Δεσπότη. Ἀκόμη καὶ πολὺ οἱ γερόντισσες. Τρεῖς σειρὲς τεντωμένων χεριῶν λὲς καὶ ὁδηγοῦσαν τὸ αὐτοκίνητο. Ὁ δρόμος μέχρι καὶ τὸ κοιμητήριο ἦταν στρωμένος μὲ τριαντάφυλλα. Καὶ μέχρι τὴν πόρτα τοῦ κοιμητηρίου ἀκουγόταν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μὲ τὰ ἄσπρα μαντίλια ὁ ὕμνος: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθανατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Ὅ,τι καὶ νὰ ἔλεγαν σὲ αὐτὸ τὸ πλῆθος, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς κάνουν νὰ σιωπήσουν, ἡ ἀπάντηση ἦταν μία· κηδεύουμε τὸν ἀρχιεπίσκοπό μας». Διηγεῖται ἄλλος: «Ἤμουν μικρὸ παιδὶ τότε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω μὲ τίποτα τὴν κηδεία. Τί κόσμος ἦταν αὐτός! Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ μιλοῦσαν γιὰ τὶς εὐεργεσίες του… Ἡ γιαγιά μου, ποὺ ἦταν Ἑλληνίδα, ὅταν ἀρρώσταινε σ᾿ αὐτὸν πήγαινε νὰ τὴν ἐξετάσει καὶ πάντα μοῦ μιλοῦσε μὲ πολὺ συγκίνηση γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο».
Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1995 ἀνακηρύχτηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὶς 17 Μαρτίου 1996 ἔγινε μὲ ἐπισημότητα ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ποὺ τέθηκαν γιὰ λαϊκὸ προσκύνημα στὸ μικρὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου. Ἡ εὐωδία, ἦταν ἄρρητη ἐνῶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, στὶς 20 Μαρτίου 1996, τὰ λείψανά του μεταφέρθηκαν στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίας Τριάδος στὴ Συμφερούπολη στὸ ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος λειτουργοῦσε καὶ κήρυττε. Ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 11 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι πολλοὶ προσκυνητὲς καταφθάνουν στὸ ναό του γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.
Ἀληθινά, ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ἰατρὸς καὶ ὁμολογητής, Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας ὁ θαυματουργὸς, ἀπέδειξε στὴ πράξη καὶ μὲ τὴν βιοτή του ὅτι ἡ ἀθεΐα δὲν μπορεῖ νὰ γκρεμίσει τὴν πίστη καὶ ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ καὶ ζῶσα καὶ στοὺς σύγχρονους καιρούς μας.
Πηγή: proseuxi.gr