Ο Θεός Πατέρας είναι κοντά μας…
«Έχουμε Πατέρα!»
Ο Μανώλης είναι μαθητής της ΣΤ’ Δημοτικού. Αν μιλήσεις όμως μαζί του, νομίζεις ότι έχεις απέναντί σου έναν ώριμο άνδρα.
Η ευγένεια και η σοβαρότητά του, δυσανάλογη για την ηλικία του, σε εντυπωσιάζουν και σε προκαλούν να τον γνωρίσεις καλύτερα για να ανακαλύψεις το μυστικό του: την πονεμένη και συγκινητική ιστορία του.
Ήταν επτά ετών όταν έφυγε η μητέρα του.
Είπε ότι θα πήγαινε ταξίδι μακρινό σε ξένες χώρες και πάλι θα επέστρεφε. Δεν γύρισε όμως κι ούτε φαίνεται ότι θα γυρίσει, παρά τις υποσχέσεις που δίνει κάθε φορά από το τηλέφωνο.
Έφυγε η άσπλαχνη μάνα κι άφησε πίσω της τον Μανώλη και τη μικρότερη αδελφή του την Ελευθερία, μόλις τεσσάρων ετών.
Έφυγε… Και ποιος έμεινε να φροντίζει τα δυο αδελφάκια; Ο πατέρας;…
Ποιος πατέρας;! Τι μπορείς να περιμένεις από έναν άνθρωπο που έχει παραδοθεί στα πάθη του και δεν ορίζει τον εαυτό του;
Είναι αλκοολικός ο πατέρας και σχεδόν άνεργος. Βρίσκει κατά καιρούς κάποιες δουλειές, αλλά ποιος να τον κρατήσει σε τέτοια κατάσταση;…
Κι όταν έρχεται στο σπίτι, θα ‘λεγες καλύτερα να μην ερχόταν. Η παρουσία του μόνο στενοχώρια και φόβο προκαλεί. Τι άλλο μπορεί να νιώσει ένα παιδί που βλέπει τον πατέρα του να βαδίζει τρικλίζοντας και να απομονώνεται στον δικό του κόσμο, ή να βρίσκεται μέσα στα νεύρα του και να τα βάζει με όλους, μέχρι να βρει λίγο να πιει και να ξεχαστεί;…
Δύσκολες και τραγικές ώρες για τα παιδιά… Πως να αντέξουν;
Ωστόσο ο Θεός δεν τα εγκατέλειψε.
Έστειλε κοντά τους, σαν άλλο φύλακα άγγελο, την καλή γιαγιά τους, τη μητέρα του πατέρα τους. Αυτή τα ανέλαβε, ειδικά από την ημέρα που έφυγε η μάνα τους.
Αλήθεια, πόση υπομονή έχει αυτή η γυναίκα! Και πόσο την αγαπούν τα παιδιά! Κοντά της βρίσκουν στοργή και προστασία.
Όταν θυμώνει ο πατέρας τους, τρέχουν κοντά της σαν τα κλωσσόπουλα που γυρεύουν καταφύγιο.
– Γιαγιά, κάνε κάτι. Μόνο εσένα ακούει ο μπαμπάς, λένε τρομαγμένα, κι εκείνη τα αγκαλιάζει και τα φιλά και τους απαλαίνει τα τραύματα.
– Μη φοβάστε, χρυσά μου παιδιά, μπόρα είναι, θα περάσει… Ο Θεός Πατέρας μας, μας αγαπά και θα μας σκεπάσει. Ελάτε να πούμε το «Πάτερ ημών».
…Κι η προσευχή της γιαγιάς μαζί με αυτήν των αθώων παιδικών ψυχών υψώνεται σαν αλεξικέραυνο που εξουδετερώνει κάθε απειλή.
Ω, αυτή η γιαγιά, πόσο στηρίζει τις ψυχές των μικρών εγγονών της!
Αυτή τα έμαθε να κάνουν τον σταυρό τους, να πηγαίνουν στην Εκκλησία και το Κατηχητικό και να βρίσκουν εκεί γαλήνιο λιμάνι. Πρώτος τρέχει με λαχτάρα κάθε Κυριακή ο Μανώλης για να βρεθεί στο άγιο Βήμα κοντά στον σεβαστό γέροντα ιερέα της ενορίας τους και να τον υπηρετήσει με ευλάβεια και αφοσίωση.
Κατόπιν έρχεται κι η μικρή Ελευθερία με την γιαγιά να την κρατά από το χέρι, να της εξηγεί το Ευαγγέλιο και να την οδηγεί για να κοινωνήσει. Τι ευλογημένες στιγμές!
Έτσι εξηγείται γιατί ο Μανώλης, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, είναι τόσο ήρεμο και ευγενικό παιδί.
Ωστόσο είναι μέρες τώρα που επιστρέφει από το σχολείο σκεφτικός. Δεν έχει όρεξη για να παίξει με την Ελευθερία. Δεν λέει τα νέα του στη γιαγιά με ενθουσιασμό, όπως πρώτα. Στο τραπέζι τρώει αμίλητος.
Μάταια προσπαθεί η μικρή Ελευθερία να του αποσπάσει ένα λόγο με τις χαριτωμένες απορίες της.
Κάποια στιγμή, ο Μανώλης έλυσε τη σιωπή του:
– Γιαγιά, όλοι οι φίλοι μου έχουν τον πατέρα τους. Έρχεται και τους παίρνει με το αυτοκίνητο, τους πηγαίνει βόλτα, παίζει μαζί τους μιλάνε, γελάνε, χαίρονται. Όλοι έχουν πατέρα. Εγώ δεν έχω!
Σαν ξαφνική βροντή ακούστηκε το παράπονο του Μανώλη.
Άφωνη η πονεμένη γιαγιά, με βία κατόρθωσε να συγκρατηθεί για να μην ξεσπάσει σε κλάματα. Έστειλε όμως θερμή μια μυστική, εσωτερική κραυγή καρδιακής προσευχής: «Θεέ μου, Ουράνιε Πατέρα μας, μη μας εγκαταλείπεις!»…
Δεν πρόλαβε ν’ αφήσει τον αναστεναγμό της ψυχής της κι άκουσε την Ελευθερία να μιλά:
– Όχι, Μανώλη. Δεν έχεις δίκιο. Έχουμε κι εμείς Πατέρα. Έχουμε τον Θεό Πατέρα! Γιαγιά, έτσι δεν είναι; Εσύ δεν μας έλεγες ότι ο Θεός είναι Πατέρας που αγαπάει όλα τα παιδιά Του;…
Τώρα η γιαγιά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Άνοιξε την αγκαλιά της για να σκεπάσει τα δυο αγαπημένα της εγγονάκια και να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της.
– Ναι, παιδιά μου. Έχουμε τον Θεό Πατέρα. Άλλωστε το λέμε κάθε μέρα στην προσευχή μας με το «Πάτερ ημών…».
Ελάτε τώρα που τελειώσαμε το φαγητό, να κάνουμε και τη βραδινή προσευχή μας. Και να πούμε «Πάτερ ημών» με όλη μας την αγάπη και την ευγνωμοσύνη προς Εκείνον. Και να είστε βέβαιοι ότι ο Θεός Πατέρας είναι κοντά μας. Είναι Παντοδύναμος και μπορεί να μας βοηθήσει.
Είναι Πάνσοφος και γνωρίζει τι ακριβώς χρειαζόμαστε. Είναι όλος Αγάπη και γι’ αυτό δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ. Είναι ο Πατέρας μας!
Περιοδικό «Ο Σωτήρ»,
15 Ιουνίου 2018 – Τεύχος 2179