Παράδεισος: Η Βάνα γεννήθηκε γύρω στο 1960, κάπου στη Μαγνησία (Βόλος). Παντρεύτηκε δεκαοκτάχρονη ένα παλληκαράκι και ο Θεός της χάρισε τα τρία πρώτα χρόνια γάμου δυο αγοράκια.
Ο άντρας της, ανώριμος ν’ αγαπήσει και να υπομείνει εγκατέλειψε μάνα και παιδάκια και ‘’σπιτώθηκε΄΄ με άλλη. Η Βάνα αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει σε μπαράκια κλπ, στην επαρχία και τελικά στην Αθήνα.
Το μεγαλύτερο αγόρι, τον Κωστάκη, τον μεγάλωνε η ηλικιωμένη μητέρα της στο πατρικό σπίτι της, στο χωριό. Τον μικρότερο, τον Γιαννάκη, τον πήρε μαζί της στην Αθήνα και τον άφηνε σε γειτόνους και σε γνωστούς.
Ο πατέρας –είπαμε- άφαντος. Το μεγάλο παιδί, ζωηρό και πολύ ευαίσθητο έμπλεξε στα 14 χρόνια του με ναρκωτικά. Σιγά-σιγά έγινε και ‘’βαποράκι’’. Στα δεκαοκτώ του ήταν ψυχοσωματικά ετοιμοθάνατο, ‘’ερείπιο’’.
Ήλθε με την γιαγιά στην Αθήνα. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες, το τρέξανε το παιδάκι να απεξαρτητοποιηθεί. Όλα μάταια. Στα δεκαοκτώ του κλεισμένα πήρε καθαρή ηρωΐνη σε ένεση και ‘’ταξίδεψε’’ για τον άλλο κόσμο.
Μάνα, αδελφός, συγγενείς, φίλοι πολύ λίγο τον κλάψανε και τον θάψανε. Γίνανε τα σαρανταήμερα του παιδιού. Η χαροκαμένη μάνα του μισοτρελάθηκε.
Στις πενήντα ημέρες, τον είδε μισό όνειρο, μισό όραμα, τον γιό της και της είπε: ‘’Μανούλα, μόλις πέθανα μου είπε ο Χριστός μας ότι αυτοκτόνησα. Επειδή όμως είμαι μικρός και θύμα της αμαρτίας συγγενών και συνανθρώπων με συγχωρεί και μου προτείνει να προσεύχομαι αιώνια μαζί με τις ψυχούλες αθώων ‘’αδικοχαμένων’’ νηπίων για όλο τον κόσμο.
Το δέχθηκα μανούλα και τώρα είμαι μια χαρά στον Παράδεισο. Προσεύχομαι για όλους σας, συγγενείς, φίλους, γνωστούς, αγνώστους. Ο Χριστός μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε σε διάφορους τόπους του Παραδείσου και να βλέπουμε αγιασμένους συγγενείς, γνωστούς ή και αγνώστους. Σας περιμένω, σας συγχωρώ και ευγνωμονώ τον Θεό για το έλεός Του.’’
Απόσπασμα του βιβλίου “Η ζωή διδάσκει τον Χριστό” υπό μοναχού Ι. Αθήναι, 2017.