Το παιδί θέλει κοντά του ανθρώπους θερμής προσευχής. Όχι ν’ αρκείται η μητέρα στο αισθητό χάδι για το παιδί της, αλλά να προσφέρει συγχρόνως και το χάδι της προσευχής, έλεγε ο Άγιος Πορφύριος.
Το παιδί αισθάνεται στο βάθος της ψυχής του το πνευματικό χάδι, που μυστικά στέλνει η μητέρα του, και έλκεται προς αυτήν. Νιώθει ασφάλεια, σιγουριά, όταν η μητέρα με τη συνεχή, την επίμονη και θερμή προσευχή της αγκαλιάζει το παιδί της μυστικά και το ελευθερώνει απ’ ό,τι το σφίγγει.
Οι μητέρες ξέρουν να αγχώνονται, να συμβουλεύουν, να λένε πολλά, αλλά δεν έμαθαν να προσεύχονται. Οι πολλές συμβουλές και υποδείξεις κάνουν πολύ κακό. Όχι πολλά λόγια στα παιδιά. Τα λόγια χτυπάνε στ’ αυτιά, ενώ η προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Προσευχή χρειάζεται, με πίστη δίχως άγχος, αλλά και καλό παράδειγμα.
Κάποια μέρα ήλθε εδώ στο μοναστήρι μια μητέρα απελπισμένη για τον γιο της, τον Γιώργο. Ήταν πολύ μπερδεμένος. Γύριζε αργά τη νύκτα με παρέες όχι καλές. Η κατάστασή του κάθε μέρα χειροτέρευε. Αγωνία, κλάματα η μητέρα.
Της λέω:
– Τίποτα, μιλιά εσύ, μόνο προσευχή.
Βάλαμε στις δέκα με δέκα και τέταρτο το βράδυ κοινή ώρα προσευχής. Της είπα να μη μιλάει και ν’ αφήσει τον γιο της να βγαίνει ό,τι ώρα θέλει, να μη ρωτάει, «τι ώρα ήταν που ήλθες» κ.λπ., αλλά να τους λέει έτσι, με πολλή αγάπη: «Φάε, Γιώργο μου, στο ψυγείο σου έχομε αφήσει φαγητό». Και να μην του λέει τίποτ’ άλλο. Γενικώς να του φέρεται με αγάπη και να μην αφήνει την προσευχή.
Η μητέρα άρχισε να τα εφαρμόζει, οπότε περάσανε καμιά εικοσαριά ημέρες και της λέει:
– Μάνα, γιατί δεν μου μιλάεις;
– Γιώργο μου, εγώ δεν σου μιλάω;
– Μάνα, κάτι έχεις μαζί μου. Δεν μου μιλάεις.
– Περίεργο πράγμα είναι αυτό που μου λες, Γιώργο μου. Πως δεν σου μιλάω; Να, τώρα δεν σου μιλάω; Τι θέλεις να σου πω;
Κι ο Γιώργος δεν της απάντησε. Μετά ήλθε στο μοναστήρι η μητέρα και μου λέει:
– Γέροντα, τι ήταν αυτό που μου είπε το παιδί;
– Επέτυχε η μέθοδός μας!
– Ποια μέθοδος;
– Που σας είπα να μην του μιλάτε, να κάνετε μόνο προσευχή μυστικά και το παιδί θα συνέλθει.
– Λέεις να είναι αυτό;
– Αυτό είναι, της λέω. Θέλει να του κάνεις την παρατήρηση, «που ήσουνα, τι έκανες;». Και αυτός να φωνάζει, ν’ αντιδρά και να έρχεται ακόμη πιο αργά.
– Πω, πω! λέει. Τι μυστήρια κρύβονται!
– Το κατάλαβες; Εφόσον σου μιλάει η κατάστασις. Αυτός σε βασάνιζε, γιατί ήθελε να τον μαλώνεις, για να κάνει τα σκέρτσα του. Δεν τον μαλώνεις, στενοχωριέται. Αντί να στενοχωριέσαι εσύ, όταν κάνει αυτός τα δικά του, τώρα, που δεν στενοχωριέσαι εσύ και δείχνεις απάθεια, στενοχωριέται αυτός.
Μια μέρα ο Γιώργος τους ανακοίνωσε στο σπίτι ότι φεύγει, αφήνει τη δουλειά του και πάει για τον Καναδά. Είχε πει και στ’ αφεντικό του: «Φεύγω, βρες άλλον να μ’ αντικαταστήσει στη δουλειά». Εγώ, εν τω μεταξύ, είπα στους γονείς:
– Εμείς θα κάνομε προσευχή.
– Μα είναι έτοιμος…. Θα τον βουτήξω! λέει ο πατέρας του.
– Όχι, μην τόνε πειράξεις, του λέω.
– Μα φεύγει το παιδί, Γέροντα!
Λέω:
– Ας φεύγει. Εσείς να επιδοθείτε στην προσευχή κι εγώ μαζί σας.
Μετά δυο-τρεις μέρες ήταν Κυριακή. Πρωί πρωί ο Γιώργος τους λέει:
– Εγώ φεύγω, θα πάω με τους φίλους μου.
– Καλά, όπως θέλεις, του λένε.
Έφυγε. Πήρε τους φίλους του, δυο κοπέλες και δυο αγόρια, νοικιάσανε ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσανε για τη Χαλκίδα. Πήγανε από δω, από κει… Μετά πήγανε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο κι από κει τραβήξανε Μαντούδι, Αγία Άννα, πέρα στα Βασιλικά. Πήγανε, κάνανε μπάνιο στο Αιγαίον Πέλαγος, φάγανε, ήπιανε, γλεντήσανε. Μετά επήρανε το δρόμο της επιστροφής. Είχε σουρουπώσει. Ο Γιώργος οδηγούσε. Εκεί, στην Αγία Άννα, χτυπάει τ’ αυτοκίνητο στο αγκωνάρι ενός σπιτιού. Το στραπατσάρισαν. Τι να κάνουνε τώρα; Το πήρανε σιγά σιγά και το φέρανε στην Αθήνα.
Έφθασε πρωί πρωί, νύκτα, στο σπίτι. Δεν του είπαν τίποτα οι γονείς. Αυτός έπεσε και κοιμήθηκε. Μετά τον ύπνο εσηκώθηκε και λέει:
– Πατέρα, αυτό κι αυτό… Τώρα πρέπει να φτιάξομε τ’ αυτοκίνητο κι έχει πολλά λεφτά.
Του λέει:
– Παιδί μου, εσύ ξέρεις. Εγώ έχω χρέη, έχω τις αδελφές σου… Τι θα γίνομε;
– Τι να κάνω, πατέρα;
– Ό,τι θέλεις, κάνε. Μεγάλος είσαι, μυαλό έχεις. Σύρε στον Καναδά να κάνεις λεφτά, να…
– Δεν μπορώ, του λέει. Πρέπει να το φτιάξομε τώρα.
– Δεν ξέρω, του λέει. Κανόνισε.
Λοιπόν, βλέποντας έτσι τον πατέρα, έφυγε. Πάει, βρίσκει τ’ αφεντικό του. Λέει:
– Αφεντικό, αυτό κι αυτό έπαθα. Δεν θα φύγω. Μην παίρνεις άλλονε.
Του λέει εκείνος:
– Καλά, καλά, παιδί μου.
– Ναι, αλλά θέλω λεφτά.
– Ναι, αλλά εσύ θέλεις να φύγεις. Πρέπει να μου υπογράψει ο πατέρας σου.
– Εγώ θα σου υπογράψω. Ο πατέρας μου δεν ανακατεύεται. Μου το είπε. Εγώ θα δουλέψω και θα στα δώσω.
Δεν είναι θαύμα του Θεού αυτό; Όταν ξαναήλθε η μητέρα, της είπα:
– Επέτυχε ο τρόπος που μεταχειρισθήκαμε και η προσευχή μας εισακούσθηκε στον Θεό. Και το δυστύχημα ήταν απ’ τον Θεό και τώρα το παιδί θα μείνει στο σπίτι και θα σωφρονισθεί.
Έτσι έγινε με την προσευχή μας. Έγινε θαύμα. Εκάνανε νηστεία και προσευχή και σιωπή οι γονείς κι επέτυχαν. Έπειτα από καιρό ήλθε το παιδί και με ηύρε χωρίς να του πει για μένα κανείς απ’ τους δικούς του. Ο Γιώργος έγινε πολύ καλός και είναι τώρα στην Αεροπορία. Και έκανε και ωραία οικογένεια.
Από το βιβλίο «Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου»
orthodoxia.online