Διηγείται ό π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης στό ομώνυμο βιβλίο πού εκδόθηκε μετά τόν θάνατό του ( 1975 ).
«Λειτουργούσα σχεδόν κάθε μέρα στούς Ταξιάρχες. Ένα βράδυ κατά τίς 12 μέ 1 , πού έκανα τήν συνηθισμένη μου ακολουθία, ακούω φωνές, τραγούδια, χορό, κλαρίνα. Έξω είχε χιόνι πολύ, κρύο καί παγωνιά. Βγαίνω έξω καί τί νά δώ ! Οί σαταναραίοι κάνανε γάμο…Έβαλα τά γέλια καί τούς σταύρωσα λέγοντας : » Συντριβήτωσαν πάσαι αί ενάντιαι δυνάμεις υπό τήν σημείωσιν τού Τιμίου Σου Σταυρού, Χριστέ μου » καί έγιναν όλοι άφαντοι…
Άλλοτε πάλι όταν λειτουργούσα, ακούω έξω θορύβους καί φασαρία. Βγαίνω καί βλέπω ότι χτίζανε πολυκατοικία. Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι, κλπ τούς σταύρωσα καί εξαφανίστηκαν τά πάντα.
Γύριζα ένα βράδυ 4 ή ώρα στό σπίτι. Βλέπω στόν δρόμο δυό νά μαλώνουνε, Τούς λέγω: Έ, σείς, τί έχετε νά μοιράσετε καί μαλώνετε; Τούς σταυρώνω καί ξαφνικά γίνονται άφαντοι…
Μιά άλλη φορά γύριζα βράδυ στό σπίτι μέ χιόνι. Μού παρουσιάστηκε ό πονηρός σάν γουρούνι. Διαλύθηκε όμως σάν καπνός, μόλις έκανα τό σημείο τού Σταυρού…
Ένα βράδυ καθώς διάβαζα τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας μού παρουσιάσθηκε σάν σκύλος καί προσπαθούσε νά περάσει μέσα από τά πόδια μου… Δέν άφησε όμως ή Παναγία μας. Ποιός ξέρει άραγε, σέ τί πειρασμούς ήθελε νά μέ ρίξει !..
Ένα άλλο βράδυ ξύπνησα κατά τίς 1 ή ώρα καί πήγαινα στούς Ταξιάρχες γιά νά προσευχηθώ. Καθώς προχωρούσα, βλέπω στόν δρόμο έναν ψηλό μαύρο, μέ κάτι χερούκλες έτοιμος νά μέ πνίξει. Μέ είχε πιάσει από τόν λαιμό. Επικαλέσθηκα αμέσως τούς Ταξιάρχες, έκανα τόν Σταυρό μου καί εξαφανίσθηκε…
Μιά άλλη φορά, ήταν καλοκαίρι, μέ καλέσανε στό χωριό Κούρσοβο γιά μιά κηδεία. Όταν γύριζα στό χωριό μου, στόν δρόμο μέ πετροβολούσαν οί σατανάδες. Θέλανε νά μέ σκοτώσουν. Άρχισα νά λέω τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας καί διαλύθηκαν σάν μαύρος καπνός…
Μιά μέρα γύριζα από τό χωράφι μου καί περνώντας έξω από τό Εκκλησάκι τού Αγίου Γεωργίου, βλέπω στόν δρόμο έναν σατανά ξαπλωμένο ! Τόν ρωτάω, τί κάνεις εσύ εδώ; καί μού λέει » Εγώ κάθομαι εδώ, γιά νά μή αφήσω κανένα νά κάνει τόν σταυρό του…»
Ένα απόγευμα περνούσα από τήν πλατεία τού χωριού μου, πηγαίνοντας στό σπίτι μου. Βλέπω στό καφενείο πολλούς άνδρες, άλλοι πίνανε κρασί, καί άλλοι χαρτοπαίζανε. Οί σατανάδες ήταν γύρω – γύρω, πάνω στά κεφάλια τους, σέ έναν μάλιστα ήταν σάν αρκούδα! Αυτοί δέν τούς βλέπανε…
Κάποτε όταν λειτουργούσα τήν νύκτα, μπήκαν μέσα στήν Εκκλησία καί άρχισαν νά αναποδογυρίζουν τίς καρέκλες.
Ό δέ αρχισατανάς μπήκε στό ιερό, έκλεισε τό παραθυράκι, καί μ΄ έπιασε από τόν λαιμό νά μέ πνίξει. Εγώ ζητούσα σέ βοήθεια τούς Αρχαγγέλους, καί μόλις λαλήσανε οί πετεινοί, εξαφανίστηκαν τά πάντα…
Μόνο μέ προσευχή καί νηστεία φεύγει τό γένος αυτό. Άν σέ δεί δειλό σέ κάνει ότι θέλει…
Τίς σκέψεις μας δέν τίς γνωρίζει. Γνωρίζει μόνον όσες σκέψεις μάς βάζει ό ίδιος στό μυαλό μας, καί όσα ακούει στίς συζητήσεις μας νά λέμε…
Κάποτε είχα γράψει τίς αμαρτίες μου σ΄ ένα χαρτάκι γιά νά τίς εξομολογηθώ. Έχασα τό χαρτί μπροστά στά μάτια μου. Τό έψαχνα γιά πολύ καιρό καί κατάλαβα ότι αυτός μού τό πήρε. Μετά από πολύ καιρό ήλθε καί μού τό έδειξε.Τό κρατάει ! Δέν τόν φοβάμαι όμως γιατί θυμήθηκα τίς αμαρτίες μου, τίς εξομολογήθηκα, καί είμαι τακτοποιημένος !…
Ό σατανάς εναντιώνεται σέ κάθε χριστιανό πού ειλικρινά αγωνίζεται. Δέν πρέπει όμως νά τόν φοβόμαστε. Καπνός είναι. Δέν έχουν εξουσία στούς ανθρώπους.
Επιτρέπει ό Θεός τούς πειρασμούς γιά νά δοκιμάζει τήν πίστη τών ανθρώπων. Παίρνουν πάντα τήν άδεια τού Θεού γιά νά πειράξουν τόν άνθρωπο, καί μέχρι προκαθορισμένου σημείου…