Εορτάζει στις 13 Ιουνίου εκάστου έτους.
Η Αγία Ακυλίνη, η οποία καταγόταν από οικογένεια αρχοντική και εύπορη της Παλαιστίνης, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Σε ηλικία μόλις πέντε ετών, βαπτίσθηκε από τον Επίσκοπο Ευθάλιο. Σ’ αυτό βοήθησε και ο πατέρας της Ευτόλμιος, ο οποίος δημιούργησε και κατάλληλες συνθήκες, ώστε η κόρη του να παραμείνει σταθερή στη χριστιανική πίστη, ενισχύοντας ποικιλοτρόπως το φρόνημά της.
Έτσι σε νεαρή ακόμη ηλικία η Ακυλίνη άρχισε να κηρύττει και να διδάσκει με ζέση, το λόγο του Θεού και συναναστρεφόμενη με θυγατέρες ειδωλολατρών κατόρθωσε να προσελκύσει πολλές εξ αυτών στην ορθόδοξη πίστη.
Παράλληλα παροιμιώδης στάθηκε η επίδοσή της σε έργα φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας. Η λαμπρή της αυτή δράση, καταγγέλθηκε στον ανθύπατο Ουλοσιανό, ο οποίος αφού τη συνέλαβε, προσπάθησε με κάθε τρόπο να την αναγκάσει να απαρνηθεί την πίστη της.
Η Αγία όμως παρέμεινε ακλόνητη και ορθή και με παρρησία, αν και νεαρό κορίτσι, ομολόγησε την πίστη της στον Ένα και αληθινό Θεό. Εξοργισμένος ο ανθύπατος τη χτύπησε βίαια στο πρόσωπο ώστε η αγία πλημμύρισε από αίματα.
Στη συνέχεια υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος καταντροπιασμένος ο Ουλοσιανός που δεν κατόρθωσε να κάμψει την πίστη ενός αδύναμου κοριτσιού, διέταξε να την αποκεφαλίσουν κατατάσσοντάς την στο «περικείμενον νέφος μαρτύρων και αγίων».
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Παρθένος ακήρατος και αθληφόρος σεμνή εδείχθης τοις πέρασι τη αγαπήσει Χριστού, Ακυλίνα θεόνυμφε· συ γαρ καθάπερ ρόδον νοητόν τεθηλυΐα, επνεύσω εν αθλήσει της αγνείας την χάριν πρεσβεύουσα τω Κυρίω σώζεσθαι άπαντας.