Νά ᾿σαι διωγμένος, ἀδικημένος, παραπεταμένος. Νὰ παλεύεις μὲ τὰ κύματα καταμεσῆς τοῦ ὠκεανοῦ. Καὶ τί κύματα! Καρυδότσουφλο ἡ ψυχή σου. Καὶ νὰ μανιάζει ὁ ἄνεμος· λὲς καὶ σκοπό του τό ᾿βαλε νὰ πνίξει τὴ βαρκούλα σου, νὰ τὴν τσακίσει στὰ ἄγρια τὰ βράχια τῶν ἀλλεπάλληλων κακῶν. «Καὶ νά ᾿σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι»1. Καὶ νὰ βυθίζεται ἡ ψυχὴ στὴν ἄβυσσο. Ἀπ᾿ ἄβυσσο σὲ ἄβυσσο κι ἀπὸ βυθὸ σ᾿ ἄλλο βυθὸ νὰ πέφτεις.
Καὶ νὰ μιλᾶς στὸν οὐρανό, μ᾿ αὐτὸς νὰ μένει ἄφωνος, σιωπηλός. Νά ᾿χει τσακίσει κάθε κόκκαλο καὶ νὰ πονᾶς φριχτά. Καὶ νὰ καγχάζουν δίπλα σου χαιρέκακα οἱ κακοί: Ποῦ εἶναι τώρα ὁ Θεός σου; Καὶ σένα νὰ σὲ πνίγει τὸ παράπονο βουβό: «Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;». Καὶ νά ᾿χεις γιὰ ψωμὶ κατάπικρο, φαρμακερὸ μόνο τὰ μαῦρα δάκρυά σου.
«Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;» (Ψαλ. μα΄ [41] 12, 11).
Θυμᾶσαι τοὺς παλιοὺς καιρούς… Τότε ποὺ σ᾿ ἔπνιγε ἡ ἀγάπη Του κι ἦταν παράδεισος εὐφρόσυνος ὁ δρόμος τῆς ζωῆς…
Καὶ τώρα νὰ μὴ βλέπεις φῶς. Καὶ μέρα – νύχτα νὰ φωνάζεις: Γιατί μὲ ξέχασες, γιατί; Ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ Θεός μου; Ποῦ εἶσαι; Γιατί χάθηκες; Γιατί μὲ ἐγκατέλειψες στὴ χλεύη τῶν ἐχθρῶν;
Αὐτὰ λογίζεσαι καὶ κλαῖς. Παραμιλᾶς μερόνυχτα. Μονάχος, θλιβερός. Μιλᾶς στὸν ἑαυτό σου μόνο… καὶ ὁ πόνος σου κρυφός. Ψάχνεις νὰ δεῖς μιὰ ἀκτίνα φῶς μὲς στὸ κατάπυκνο σκοτάδι τῆς ἀπαράκλητης ψυχῆς σου.
Παραμιλᾶς… Παραμιλᾶς καὶ μιὰ στιγμὴ ἀντρειεύεσαι: Βάστα, ψυχή μου! Γιατί σὲ τύλιξε ἡ λύπη σου βαριά; Γιατί μὲ πνίγεις καὶ σπαράζεις τὸ κορμί μου μὲ λυγμούς; «Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν»!
«Ἔλπισον»!
Ὄχι! Ἐκεῖνος δὲν σὲ ξέχασε. Κι οὔτε ποτὲ Αὐτὸς στὸν πόνο σου θὰ σὲ ἐγκαταλείψει. Κι οὔτε ποτὲ μονάχο θὰ σ᾿ ἀφήσει μὲς στοῦ πελάγου τοὺς θυμούς.
Κι ἂν τώρα τόσο ἐπώδυνα πονᾶς, κι ἂν κλαῖς μὲ δάκρυα καυτὰ καὶ σὲ πυρώνουν ἕνας τὸν ἄλλον οἱ πολλοὶ σου πειρασμοί… μὴν ἀποκάμνεις!
Βάστα, ψυχὴ ταλαίπωρη!
Δὲν εἶσαι μόνη μὲς στὴν ἐρημιά, δὲν περπατᾶς στὸ ἄγνωστο, κι οὔτε σβήνουν χαμένοι στὸ κενὸ οἱ τόσοι πονεμένοι στεναγμοί σου.
«Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν»!
Δὲν εἶναι Αὐτὸς ποὺ σ᾿ ἔφερε στὴν ὕπαρξη;Αὐτὸς δὲν μέτρησε μία πρὸς μιὰ τὶς τρίχες τῆς θλιμμένης κεφαλῆς σου;
Καὶ πῶς λοιπὸν Αὐτὸς θὰ σὲ ξεχάσει;Μετράει τὸ κάθε βῆμα σου, ζυγίζει κάθε δάκρυ σου, ἀπαριθμεῖ ἐπακριβῶς τοὺς στεναγμούς σου.
Κι ἂν ὅλα γύρω σου σκοτείνιασαν, κι ἂν σβήνουν οἱ φωνὲς τῶν φίλων, κι ἂν οἱ πολλοὶ λυγμοί σου τρέμουν στὴν ἄκρη τῶν χειλιῶν, μὴν ἀποκάμεις. Ἀντρειέψου πάλι καὶ περπάτα ἀδίσταχτα πάνω στῶν θεριεμένων κυμάτων τὶς κορφὲς καὶ τοὺς γκρεμούς. Σήκω, ψυχή μου, ὄρθια! «Ἔλπισον»!
Κάποια στιγμὴ οἱ πόνοι σου θὰ πάρουν δρόμο καὶ χαρὰ θὰ γίνουν, καὶ οἱ τωρινοί σου οἱ πικροὶ λυγμοὶ σὲ ὕμνο θὰ ξεσπάσουν δοξολογικό.
Καὶ θὰ ξαναπερπατήσεις τοὺς δρόμους τοὺς παλιοὺς μὲ περισσότερη χαρά. Σὰν δεῖς τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ νὰ σβήνει ὅλα τὰ σκοτάδια.
Καὶ τὸ μικρό σου καρυδότσουφλο, ποὺ τὸ τρελαίνουν οἱ τρελοὶ καὶ μανιασμένοι ἄνεμοι, θὰ φτάσει στὸ ἀπάνεμο λιμάνι. Ἐκεῖ! ὅπου δὲν ὑπάρχουν πόνοι, θλίψεις καὶ καημοί.
Καὶ θὰ περάσεις στὴν ἀτέλειωτη ζωή. Καὶ θά ᾿ναι αἰώνια Πασχαλιά. Καὶ θὰ χτυποῦν κρυστάλλινες καμπάνες!
1. Γ. Σεφέρη, Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο (1931).