Ανοίγει το ντουλάπι της και μέσα της βλέπει δυο κουτιά γάλα, λίγα μακαρόνια και μια ντομάτα πελτε. Αναγκαστική νηστεία συλλογίζεται..
Δε πτοείται, ξεκινά να μαγειρεύει για τα παιδια της που φετος δε θα πεταξουν αετό. Παίζουν λίγο πιο πέρα με δύο κούκλες, αγορασμενες από τότε που τις περίσσευε εκείνο το εικοσαρικο και έτρεξε να τους πάρει παιχνίδια.
Πρέπει και εμείς μαμά να κάνουμε νηστεία; ρωτάει η μεγαλύτερη κόρη…
Κλείνει το ντουλαπι βιαστικά να μη δουν το άδειο ράφι που βαραίνει με τόσο τίποτα!
Αναγκαστικά, σκέφτεται πάλι, μα της απαντάει καλό θα ήταν μωρά μου!
Λες και εχουν επιλογή…
Και αν δε θέλουμε; τη ρωτάει η μικρή…
Πάλι θα κάνουμε… είπε η μάνα. Να βλέπεις ειναι μια καλή περίοδος να ζήσουμε με ελάχιστα.. για να αποδείξουμε πως μπορούμε, πως ουτε η ψυχή ούτε και το σώμα μας χρειάζονται πολλά! Να καθαρισουμε το σώμα μας κ τη ψυχή μας.. απο τα άδικα που κάναμε και να συγχωρησουμε τα άδικα που μας έκαναν και εμάς.
Σηκώθηκε… τι άδικα είχαν προλάβει να κάνουν τούτα τα παιδιά της.. τα ματια της βουρκωσαν.. ανακάτεψε τη κατσαρόλα με τα λίγα μακαρόνια και σκουπισε το πρόσωπο της με τη ποδιά της.
Ποια νηστεία θα εξιλεώσει τη ψυχή που της στέρησε τη δουλειά της κ δε μπορεί να αγοράσει τούτη η μάνα ούτε λίγο ψωμί; ποια νηστεία θα δώσει άφεση αμαρτιών στον πατέρα που έχει να δώσει διατροφή τρεις μήνες την ώρα που παραγγέλνει σαρακοστιανα στη ταβέρνα ενώ τα παιδιά του πεινάνε;
Η Ελένη τη κοιτά απο το παράθυρο… ήξερε ότι δε θα δεχτεί βοήθεια! Περήφανο πλάσμα τούτη η μάνα… Ποτέ δεν είχε ζητιανεψει για τίποτα. Μα δε το άντεχε η ψυχή της να βλέπει εκείνο το τραπέζι άδειο.
Άκου Παύλο, πάρε το παιδί και πηγαίνετε έξω να φάτε σήμερα.. Μα έχεις μαγειρέψει Ελενη μου, της είπε ο άντρας της.. Πάρε το παιδί και πήγαινε.. θα μείνω μέσα. Έχω πάλι εκείνη την ημικρανία… ούτε να φάω θέλω ούτε τίποτα. Του έβαλε σε τρια τάπερ λιγο απο όλα… του έδωσε και τον χαρταετό. Ο Παύλος πήρε τον Θοδωρή και έφυγε… η Ελένη έκλεισε τη πόρτα και έστρωσε ένα μεγάλο τραπέζι.
Ισιωσε λίγο τη ποδιά της, έφτιαξε λίγο τον χαλαρό της κότσο και χτύπησε την απεναντι πόρτα.
Μαρία, χρόνια πολλά.. καλη Σαρακοστή. Γεια σου Ελένη, χρόνια πολλά… Ήθελα μια χάρη… Πες μου, αν μπορώ.. Έτυχε κάτι του Παυλου, θα αργήσει.. λείπει και ο μικρός μου… λίγη παρέα Θέλω αν μπορούσατε… Ελενη πέρνα, λιτοδιαιτα είμαστε σήμερα μα με χαρά να μοιραστούμε ότι έχουμε. Ήθελα να έρθετε εσείς απο μένα. Το χω σε κακό να είναι αδειο το σπίτι μου τετοια μέρα… Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να δεχτεί.. δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή μια ελεημοσύνη που χόρταινε και πληγωνε παρέα… Σε παρακαλώ της είπε… και εκείνη κοίταξε τούτα τα παιδιά. Πάμε της είπε, θα έρθουμε. Φάγανε όλοι μαζί, μιλησανε και γελασανε… τα παιδιά χόρτασαν και ύστερα παίξανε στην αυλή. Σε ευχαριστώ Ελένη, είπε η Μαρία και ποτέ δεν το εννοούσε πιο πολύ απο τώρα. Εγώ σε ευχαριστώ είπε η Ελένη.. και εκείνη το εννοούσε ακόμα περισσότερο.
Η Μανα γύρισε σπίτι, έβαλε τα παιδιά της για ύπνο τα σκέπασε τα φίλησε και πήγε στην εικόνα της Παναγίας. Προσευχήθηκε όπως κάθε βράδυ…
Παναγία μου, έχε του κόσμου τα παιδιά καλά, μαζί και τα δικά μου… άνοιξε τα χέρια σου και όταν έρθει η ώρα αγκάλιασε και την Ελένη… βαλτη να κάτσει διπλα σου οπως έβαλε αυτή εμένα σήμερα… και δώσε της μια θέση στον παράδεισο να χορτάσει η ψυχή της γαλήνη, οπως χόρτασε σήμερα και εκείνη τα παιδιά μου. Έκανε τον σταυρό της και κοιμήθηκε…
Η Παναγία, ευτυχισμένη χαμογέλασε. Δυο ψυχές είχαν πάρει μια θέση κοντά της. Μια που έδωσε μέσα από τη καρδιά της και μία που ευχαρίστησε για ότι πήρε…
Σε λίγο θα ξημέρωνε… το τηλέφωνο θα χτύπαγε και η Ελένη θα έβρισκε δουλειά παρόλο που δε το πίστευε σε εκείνη τη συνέντευξη που είχε δώσει. Το τηλέφωνο θα χτύπαγε και η Μαρία θα μάθαινε πως είναι πάλι έγκυος παρόλο που λεγαν όλοι οι γιατροί πως δε μπορούσε…
Σε λίγο θα ξημέρωνε και η Παναγία θα χαμογέλαγε ακόμα!
Γεωργια ΧατζηδάκηΕπάγγελμα Γυναίκα
[singleparent] [epaggelmagynaika]