Η Παναγία στη Σίκινο μένει μόνο μία ημέρα στον ναό της

Hταν η εκπλήρωση μιας παλιάς υπόσχεσης. Το είχα τάξει στους κατοίκους της Σικίνου πως θα τους επισκεφθώ στα Εισόδια της Θεοτόκου για να βρεθώ στο πανηγύρι τους. Μεγάλη η Χάρη της Παναγίας, μεγάλη και η γιορτή για το νησάκι με τις 200 ψυχές. Επιμένουν να ζουν εκεί με τον τραχύ και ανεμοδαρμένο χειμώνα, με λιγοστές ανέσεις. Πλοίο από τον Πειραιά πιάνει δύο φορές την εβδομάδα. Οσο για τα ιατρικά απρόοπτα, καλά να ’ναι το ελικοδρόμιο για αεροδιακομιδή με το ΕΚΑΒ. Ευτυχώς, για όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν –όπως λένε– ο Θεός και ο γείτονας. Η πίστη και η αλληλοβοήθεια κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς και μονοιασμένους. «Να έρθεις χειμώνα, να δεις το έθιμό μας, να ακούσεις τον ιερέα μας, τον παπα-Θοδωρή να παίζει βιολί να γιάνει η καρδιά σου», με προέτρεπαν. Είχαν δίκιο. Ηταν μια εμπειρία ιαματική.

Το «Αδαμάντιος Κοραής» αναχώρησε Δευτέρα μεσημέρι για να κάνει τον περίπλου των Κυκλάδων προτού φτάσει στην Αλοπρόνοια. Εντεκα ώρες ταξίδι.

Σε κάθε λιμάνι κατέβαινε ο καταπέλτης του πλοίου, έβγαιναν οι λιγοστοί επισκέπτες, ανέβαιναν ακόμα πιο λίγοι. Μια «χορογραφία» με ανθρώπους, φορτηγά, νταλίκες και δέματα, που την ξέρουμε από τις διακοπές μας. Μόνο που τώρα το κατάστρωμα είναι άδειο, το κρύο σε κάνει να ζαρώνεις στην κουπαστή και τα νησιά είναι σκοτεινά και έρημα.

Η άφιξη

Μεσάνυχτα και κάτι,φάνηκε η Σίκινος, ένας σκούρος όγκος μέσα στα κύματα. Μας περίμενε στην προβλήτα ο φίλος και παλιός δήμαρχος του νησιού, ο Γιάννης Συρίγος. Θα μας τακτοποιούσε να κοιμηθούμε με τη φωτογράφο Αλεξία Τσαγκάρη σε κάποιο σπίτι πάνω στον οικισμό. Αν και βράδυ, τα ασβεστωμένα σοκάκια λαμποκοπούσαν στην ξαστεριά. Μύριζε καθαρός αέρας. Αλλά και το ξημέρωμα στις Κυκλάδες είναι πάντα υπερβατικό. Ο ήλιος βγήκε μέσα από τη θάλασσα και φώτισε τις ράχες της Πάρου, της Αντιπάρου, της Ιου, της Μήλου, της Κιμώλου, της Φολεγάνδρου. Θες δε θες, αισθάνεσαι στο κέντρο του κόσμου.

Πρώτα πρώτα πήγαμε να δούμε το μικρό εκκλησάκι της Επισκοπής, μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό, πλάι στην τοποθεσία όπου ήταν η αρχαία πόλη της Σικίνου. Είναι ένα ρωμαϊκό μαυσωλείο που στέκει στην ίδια θέση από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Μετατράπηκε κάποτε σε εκκλησία, το σουλούπι του άλλαξε, απέκτησε τρούλο και ιερό. Μέχρι το 1960 λειτουργούσε κανονικά, ώσπου άρχισε να έχει στατικά προβλήματα. Οι εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν το 2017 χάρις στον αγώνα των κατοίκων, τη βοήθεια της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτισμού και Περιβάλλοντος και την έγνοια του επικεφαλής της Εφορείας Κυκλάδων Δημήτρη Αθανασούλη. Το καλοκαίρι ήρθε στο φως ένα σπουδαίο απρόσμενο εύρημα. Ο ασύλητος τάφος μιας γυναίκας με σημαντικά κτερίσματα, για την οποία μάλλον κτίστηκε το μνημείο. Μια εντοιχισμένη επιγραφή μάς αποκάλυπτε πιθανώς και το όνομά της. Είναι η Νικώ.

Μπήκα προσεκτικά στο εσωτερικό του ναού, όπου έχει ανασκαφεί ολόκληρο το δάπεδο. Οι πλάκες ήταν τακτοποιημένες και αριθμημένες στο προαύλιο. Οι αρχαιολόγοι που δούλευαν εκεί μου έδειξαν τον τάφο. Ηταν μέσα στο ιερό, εξ ου και γλίτωσε από τους αρχαιοκάπηλους, που είχαν διαταράξει άλλες ταφές στο υπόγειο.

Σκεφτόμουν πώς μια γυναίκα –παγανίστρια κιόλας– κατάφερε να μείνει για αιώνες κρυμμένη στο άβατον της χριστιανοσύνης.

Ο σκελετός και τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα με ειδικό όχημα και τώρα εξετάζονται από τους ειδικούς. Σε λίγο καιρό το ξωκλήσι – μαυσωλείο, ένα αίνιγμα για τους αρχαιολόγους, θα μας δώσει διαφωτιστικές απαντήσεις για την αρχαιότητα στη Σίκινο – ιστορική περίοδος που παρέμενε ώς τώρα στο σκοτάδι. Νησί απόμακρο, αλίμενο και μικρό, δεν βγήκε πολλές φορές από την αφάνεια.

Πριν μεσημεριάσει, γυρίσαμε βιαστικά στον οικισμό. Ισα που προλάβαμε τον παπα-Θοδωρή Αρσενικό, φημισμένο βιολιστή και μελισσοκόμο, να χτυπά τις καμπάνες.

«Εχουμε ένα έθιμο εδώ στον τόπο μας», μου εξηγεί στα διαλείμματα της καμπανοκρουσίας. «Η εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν μένει στην εκκλησία της, παρά μόνον μία φορά τον χρόνο, παραμονή της γιορτής, δηλαδή απόψε. Ολο τον υπόλοιπο καιρό βρίσκεται στο σπίτι ενός κατοίκου. Υπάρχει ολόκληρος κατάλογος υποψηφίων που κρατά ο εκάστοτε ιερέας του χωριού. Πολλές φορές οι άνθρωποι περιμένουν έως και 40 χρόνια να έρθει η δική τους σειρά για να την πάρουν. Δεν είναι λίγες οι μανάδες που δηλώνουν στη λίστα τα παιδιά τους μόλις γεννηθούν, έτσι ώστε κάποια στιγμή να έρθει και στο δικό τους σπιτικό. Οποιος την κρατά έχει την υποχρέωση να τη θυμιάζει και να βαστά την πόρτα του ανοιχτή σε όποιον θέλει να προσκυνήσει και να προσευχηθεί. Την παραμονή της γιορτής κάνουμε πομπή, την παίρνουμε από εκεί όπου βρίσκεται και την πάμε στην εκκλησία της. Ψάλλουμε τον εσπερινό. Οι γυναίκες του χωριού πάνε να προετοιμάσουν το φαγητό για το πανηγύρι της επόμενης ημέρας».

Ενα ευωδιαστό πέπλο από λιβάνι και ομίχλη

«Ανήμερα πια» συνεχίζει ο ιερέας, «μετά τη λειτουργία, βγαίνουμε για περιφορά. Υστερα, μόλις όλα είναι έτοιμα, παίρνουμε μαζί το εικόνισμα και κινούμε για το πανηγύρι όπου τρώμε μαζί όλοι οι κάτοικοι του χωριού και οι επισκέπτες. Τα έξοδα τα καλύπτει ο πανηγυράς, δηλαδή ο τελευταίος κάτοχος της εικόνας. Και σαν τελειώσει η ψαρόσουπα, τότε όλοι μαζί πάλι, πάμε την εικόνα στο σπίτι όπου θα περάσει τον επόμενο χρόνο».

Ο πατήρ Θεόδωρος Αρσενικός τελεί τον εσπερινό στην εκκλησία όπου θα διανυκτερεύσει η εικόνα, παραμονή της γιορτής της Παναγίας.

Σιγά σιγά ξεκίνησε να μαζεύεται ο κόσμος. Μαζί άλλαζε και ο καιρός. Ο νοτιάς έφερε πάχνη, «κατσιφούρα» την λένε οι ντόπιοι. Με δυσκολία διέκρινες μπροστά στα δέκα μέτρα μέσα στα ασβεστωμένα σοκάκια. Η ασπρίλα σε τύφλωνε. Και εκεί συνέβη κάτι μυστηριακό: όπως κατηφόριζε η πομπή για το σπίτι του Παναγιώτη Σεγρέδου που είχε το εικόνισμα και οι γυναίκες είχαν βγει στα κατώφλια τους με τα θυμιατά στα χέρια, ο καπνός από το λιβάνι έσμιγε με την ομίχλη από τον ουρανό. Ενα ευωδιαστό πέπλο κάλυπτε τα πάντα. Στην εκκλησία, το φως των κεριών ανέδιδε ζεστασιά και όλοι έσκυβαν στο εικόνισμα, αυτήν την αλμυροφιλημένη Παναγία, στην οποίαν οι νησιώτες και οι θαλασσινοί προστρέχουν για βοήθεια. Με τους άρτους ανά χείρας βγήκαμε έξω και η ατμόσφαιρα είχε ξελαμπικάρει.

Το επόμενο πρωί, ανήμερα τη εορτή, η εκκλησία ξαναγέμισε ασφυκτικά. Ο Μάρκος Ζαγοραίος, ο χτίστης του χωριού, έψελνε μαζί με τη μοναδική καλόγρια του μοναστηριού, τη Δωροθέα από τη Ρουμανία. Για την ακρίβεια έψελναν όλοι, μεγάλοι και μικροί, κοντά στους ντόπιους και όσοι Σικινιώτες ήρθαν από την Αθήνα για την περίσταση, όπως ο Πέτρος Φρονίστας, συνταξιούχος οικονομολόγος. Οι ψαλμωδίες δεν έχασαν την ικμάδα τους ούτε στην κατάβαση προς το μέρος όπου έγινε το τραπέζι, δύο χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. «Εκατό κιλά ψάρι και θαλασσινά, ζωή να ’χουμε». μου είπε ο Νικόλας Σεγρέδος, με το παρατσούκλι «Μπαλότος», πατέρας του πανηγυρά. Η «Μπαλόταινα» είχε οργανώσει όλο το καθάρισμα των ψαριών, το μαγείρεμα στα τσουκάλια, το στρώσιμο των σερβίτσιων. Στριμωχθήκαμε στα τραπέζια και οι γυναίκες μάς σέρβιραν την πιο ωραία ψαρόσουπα που έχω φάει. Το ντόπιο κρασί είναι ονομαστό. Ημασταν πάνω από 200 άτομα και όμως αισθανόσουν μια οικογένεια, με μια γλύκα να αιωρείται και με πειράγματα από τη μία παρέα στην άλλη.

Η νέα κατοικία

Και ύστερα η ανάβαση προς τη νέα κατοικία της εικόνας. Η νοικοκυρά είχε στήσει ένα τραπέζι, με κολλαριστά υφάσματα, μαξιλάρι, κέντημα στον τοίχο, να μην ακουμπά η Παναγιά το ντουβάρι, καντήλι αναμμένο και φρέσκα άνθη. Τα κεράσματα ήταν λικέρ, μαστίχες, γλυκίσματα, αμυγδαλωτά. Εκείνη την ώρα στηνόταν άλλο γλέντι παραδίπλα με τον παπα-Θοδωρή να παίζει βιολί. Με την ψυχή στο στόμα τρέξαμε να προλάβουμε το καράβι στο λιμάνι, να μας πάει στη Σαντορίνη, να φύγουμε αεροπορικώς για Αθήνα. Και στην πτήση, πάνω από το Αιγαίο όπου έδυε ο ήλιος, αισθάνθηκα πόσο τυχεροί είμαστε που γεννηθήκαμε σε αυτόν τον τόπο.

Βίντεο: Η συντροφιά της εικόνας


[kathimerini]

Related posts

Εκεί βρίσκεται σήμερα το Ακάνθινο Στεφάνι του Χριστού – Κι όμως το έχουμε στην Ελλάδα και το ξέρουν ελάχιστοι

Σάββατο του Λαζάρου: Έθιμα από όλη την Ελλάδα – Η πρώτη Λαμπρή, η “Έγερση” του φίλου του Χριστού, οι υποψήφιες νύφες

Διώχνει μακριά κάθε κακό: Αυτή είναι η πιο ισχυρή προσευχή του Αγίου Όρους, να τη λες συνέχεια όπου & αν είσαι