Η παρακάτω επιστολή θυμίζει τον λόγο της Αποκαλύψεως «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Απκ. 3, 20).
Ονομάζομαι Γάκης Αναστάσιος. Είμαι βαφτιστικός της Σοφίας. Κατάγομαι από το χωριό Κλεισούρα Καστοριάς, όπου είναι και το μοναστήρι της Παναγίας, όπου ήταν μοναχή η νονά μου. Με την καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς, οι γονείς μου και εγώ φύγαμε στην Φλώρινα· εγώ ήμουν 6 μηνών. Την Σοφία την γνωρίζω όταν έγινα 22 χρονών.
Πήγα στο χωριό και κάποιος συγγενής της συγχωρεμένης της μητέρας μου μου έδειξε πως θα πάω στο μοναστήρι. Ήθελα να γνωρίσω την νονά μου. Έφθασα στο μοναστήρι, χτύπησα την αμπάρα, μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα και είδα την Σοφία, την νονά μου, την οποία δεν εγνώριζα.
Έσκυψα, φίλησα το χέρι της και ξεκίνησα να πω ποιος είμαι. Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα, με διέκοψε και μου είπε: «με ειδοποίησε η Παναγία ότι έρχεσαι. Είσαι ο Τάσος που εβάφτισα όταν καιγόταν η Κλεισούρα από τους Γερμανούς». Και άρχισε να με ρωτάει ονομαστικώς για όλα τα μέλη της οικογενείας μου. Έκατσα μαζί της περίπου 2 ώρες.
Έφυγα με χαρά και δέος.
Πέρασε λίγος καιρός και πήγαμε στο μοναστήρι εγώ, η μέλλουσα σύζυγός μου και ο κουνιάδος μου. Πήρα την ευχή της για να κάνω τον γάμο μου, διότι η ίδια δεν μπορούσε να έρθει να με στεφανώσει. Μείναμε αρκετά στο μοναστήρι.
Κάποια στιγμή είπε στη σύζυγό μου να κάνει φαγητό, να φάμε όλοι μαζί. Η σύζυγός μου έβρασε μακαρόνια και κατόπιν έστρωσε τραπέζι. Η Σοφία ζήτησε από μένα να ανοίξω μια κονσέρβα με ψάρια. Το περιεχόμενο ήταν 5 ψαράκια. Και ζήτησε στο τραπέζι και ένα κουτακοπήρουνο για την Παναγία – μεγάλο τ’ όνομά Της! Φάγαμε. Η νονά μου πήρε ένα ψαράκι μόνο. Βγαίνοντας από το μοναστήρι για να φύγουμε, και οι τρεις μαζί, με μία κουβέντα, είπαμε: είδες το ψάρι; Τι είχε γίνει; Έλειπε άλλο ένα ψαράκι από το πιάτο. Είχε γίνει θαύμα! Ας είναι ευλογημένη….
Πηγη: pentapostagma.gr