Το νόημα της Ορθοδοξίας μας
Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών την Κυριακή της Ορθοδοξίας
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ,
Ἐξοχωτάτη κ. Πρόεδρε τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων,
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος,
Σεβασμία χορεία τῶν Ἱεραρχῶν,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ ἀναζήτηση ὁδηγεῖ στήν ἀνακάλυψη. Ἡ μαθητεία στή γνώση. Καί ἡ προσωπική συνάντηση στή σχέση καί τήν ἐν ἀγάπῃ κοινωνία μας μέ τόν ἄλλον.
Αὐτό πού ἡ πανανθρώπινη ἐμπειρία μᾶς διδάσκει, ἐπιβεβαιώνεται καί στό πρόσωπο τοῦ Φιλίππου, τοῦ μετέπειτα Ἀποστόλου καί μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
Ὁ Φίλιππος ἀναζητοῦσε τόν Θεό. Ἀνέμενε κι ἐκεῖνος, ὅπως ὅλοι οἱ ὁμοεθνεῖς του, τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Μελετοῦσε τή Μωσαϊκή Πεντάτευχο. Ἐρευνοῦσε τούς Προφῆτες. Καί σήμερα, στά μέρη τῆς Γαλιλαίας, ἀξιώνεται νά συναντήσει καί νά γνωρίσει προσωπικά τόν Κύριο Ἰησοῦ.
Αὐτή τή μεγάλη ἀνακάλυψη πού συγκλόνισε τήν ὕπαρξή του καί τή γέμισε ἀπό χαρά, σπεύδει νά γνωστοποιήσει στόν φίλο του Ναθαναήλ: «ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν … τόν ἀπό Ναζαρέτ». Ὁ Ναθαναήλ ἀμφιβάλλει καί δυσπιστεῖ. Καί ὁ Φίλιππος τόν προσκαλεῖ νά βεβαιωθεῖ γι’ αὐτό ἰδίοις ὄμμασι. Νά πειστεῖ ἀκολουθώντας τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς ἐμπειρίας˙ «Ἔρχου καί ἴδε».
Κυριακή Ὀρθοδοξίας ἡ σημερινή Κυριακή. Ἡμέρα θριάμβου τῆς ὀρθόδοξης πίστης, τῆς ἀλήθειας δηλαδή γιά τόν Θεό, τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο καί τό νόημα τῆς ζωῆς.
Σέ ρόλο ἀντίστοιχο μ᾿ ἐκεῖνον τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁμολογεῖ καί διακηρύσσει μέ στεντόρεια φωνή τήν πίστη, τή βεβαιότητα καί τήν ἐλπίδα της: «… Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε».
Τή διακήρυξή της αὐτή τή συνοδεύει καί μέ μιά πρόσκληση· μιά πρόσκληση πού ἀπευθύνει σ’ αὐτούς πού ἀμφιβάλλουν γιά τήν ἀλήθεια πού ἐξαγγέλλει καί τήν ἐλπίδα πού κομίζει σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη: «Ἔρχου καί ἴδε».
Ἀποδέκτες αὐτῆς τῆς προσκλήσεως εἴμαστε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Καί καλούμεθα ὅλοι μας, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἄρχοντες τῆς ὀρθοδόξου χώρας μας καί ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, πού συμμετέχουμε στόν πανορθόδοξο ἑορτασμό τῆς σημερινῆς μεγάλης ἡμέρας, ν̉ ἀκολουθήσουμε τήν ὁδό τῆς ἀναζητήσεως καί τῆς μαθητείας στό ἀληθινό νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ι. Κατ’ ἀρχήν εἶναι πολύ βασικό νά προσδιορίσουμε τί εἶναι στήν οὐσία της αὐτό πού ὀνομάζουμε Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία δέν εἶναι σύστημα. Δέν εἶναι ἰδεολογικό ἤ φιλοσοφικό ρεῦμα. Δέν εἶναι πολιτιστική κληρονομιά μουσειακῆς σημασίας. Δέν εἶναι λαϊκή παράδοση καί τέχνη. Δέν εἶναι συνιστῶσα πού ἐξασφαλίζει τή διαχρονική καί οἰκουμενική ἑνότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Δέν εἶναι ἐμπορεύσιμο προϊόν πού δικαιούμαστε νά διαφημίζουμε καί νά ἐξάγουμε πρός τά ἔξω.
Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» πρός τήν ὁποία διαδηλώνουμε πίστη καί ἀφοσίωση μέ τήν ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως.
Καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λαός του Θεοῦ. Οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας χωρίς τούς ὁποίους «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται» κατά τόν θεοφόρο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας (Τραλλ.3). Καί οἱ πιστοί, οἱ λαϊκοί ἀδελφοί μας, χάριν καί τῶν ὁποίων οἱ ποιμένες ὑπάρχουμε καί τή σωτηρία τῶν ὁποίων κατά χάριν Θεοῦ διακονοῦμε.
Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία. Μακριά ἀπό τή ζωή τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος αὐτό πού οἱ πολλοί ὀνομάζουν Ὀρθοδοξία ἀποκόπτεται ἀπό τίς ρίζες της, χάνει τήν ταυτότητά της, γίνεται ἕνα ἁπλό ἰδεολόγημα.
ΙΙ. Ὀρθοδοξία – μιά δεύτερη διάστασή της – εἶναι, ὅπως καί ἡ πρωταρχική σημασία τοῦ ὅρου σημαίνει, ἡ ὀρθή δόξα· ἡ ὀρθή ἀντίληψη, ἡ ὀρθή πίστη γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο.
Ὡς Χριστιανοί καί δή καί ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «διά τῆς Ἐκκλησίας» ἔγινε γνωστή ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους ἀλλά καί στόν ἐπουράνιο κόσμο «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 3,10).
Ἐκκλησία ἵδρυσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Στήν Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Του παρέδωσε τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Μέσα στήν Ἐκκλησία καταγράφηκε τό ἀποστολικό κήρυγμα. Ἡ Ἐκκλησία συγκρότησε τό σῶμα, τόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει καί ἑρμηνεύει αὐθεντικά τόν ζωντανό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια κατανοοῦμε τόν ὁρισμό τοῦ Παύλου γιά τήν Ἐκκλησία ὅτι εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. 3,15).
Οἱ πολλοί ἀγῶνες πού διαμέσου τῶν αἰώνων διεξήγαγε ἡ Ἐκκλησία στά πρόσωπα θεοφόρων ποιμένων καί διδασκάλων της· οἱ σύνοδοι πού συνεκρότησε καί ἡ ἀνυποχώρητη ἐμμονή πού ἐπέδειξε, πέρα ἀπό ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί ἀκρότητες ‒ ἀναπόφευκτες γιά τά ἀτελῆ ἀνθρώπινα μέτρα ‒, σ’ ἕνα καί μόνο ἀποσκοποῦσαν: στή διαφύλαξη τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας. Τῆς ἀλήθειας πού ἐλευθερώνει καί ἄρα σώζει (Ἰω. 8,32). Τῆς ἀλήθειας πού συγκροτεῖ τή «μία πίστη» (Ἐφ. 4,5), τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις» (Ἰούδα 3)˙ μιά πίστη πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ἑπομένως καί αὐτοῦ πού στή βιβλική γλώσσα ὀνομάζουμε σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
ΙΙΙ. Τό τελευταῖο τοῦτο καθορίζει καί μιάν ἄλλη, τρίτη διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, πού εἶναι ἡ ζῶσα σχέση καί ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ἐμπειρία.
Ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας συνυπάρχει και συνυφαίνεται καί μέ τή γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή. Δόγμα, δηλαδή ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πού κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ὁριοθέτησαν Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκ- κλησίας, καί ἦθος εἶναι ἀξεχώριστα ἑνωμένα. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι θεμελιώδης προϋπόθεση ζωῆς καί σωτηρίας. Καί ἡ κατά Χριστόν ζωή εἶναι ἡ μετουσίωση τῆς πίστεως σέ βίωμα καί ἐμπειρία.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι κοινωνία ἀγάπης. Κοινωνία ἀδελφῶν. Κοινωνία προσώπων. Ἡ οἰκογένεια τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, συνηγμένων «ἐπί τό αὐτό» (Πραξ.2,1) καί συγκροτούντων τό ἕνα ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν κιβωτό τῆς σωτηρίας καί τό ἐργαστήρι τῆς ἁγιότητος, γίνεται μεθεκτή ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τό Βάπτισμα ἐντάχθηκε στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, γίνεται κοινωνός τῆς ἄκτιστης χάριτος διά τῶν ἁγίων μυστηρίων. Πραγματώνεται αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀναγέννηση καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Καί τό ἔργο τοῦτο συντελεῖται ὄχι ὡς ἀτομικό ἐπίτευγμα ἀλλά ὡς κοινό ἄθλημα ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν. Ἀδελφῶν πού τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀδελφῶν, κατά τήν ὡραία διατύπωση τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, «προσκαρτερούντων τῇ διδαχῇ, … καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (2,42).
Ἄλλο φυσική θρησκεία καί ἄλλο Ἐκκλησία. Ἄλλο ἀτομική θρησκευτικότητα καί ἄλλο ἐκκλησιαστική ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄλλο ἀλτρουϊσμός καί φιλαλληλία καί ἄλλο αὐταπάρνηση καί θυσιαστική ἀγάπη. Αὐταπάρνηση πού μᾶς βγάζει ἀπό τό ἐγωτικό κέλυφός μας καί μᾶς ὁδηγεῖ κοντά στούς ἄλλους. Ἀγάπη ἀληθινή, πού βεβαιώνει τόν κόσμο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός˙ «Εἰ οὕτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλοις ἀγαπᾶν» (Α’ Ἰω. 4,11).
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
Ὀ σημερινός ἑορτασμός τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναλογιστοῦμε τήν ἱστορική πορεία τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας. Νά θυμηθοῦμε τούς ἀγῶνες πού διεξήγαγε γιά τή διαφύλαξη τοῦ θησαυροῦ τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Νά τιμήσουμε τά κατορθώματα αὐτῶν πού προμάχησαν γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Νά μακαρίσουμε τή μνήμη τους˙ «Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων … αἰωνία ἡ μνήμη».
Ταυτόχρονα μᾶς παρακινεῖ νά ἀτενίσουμε καί πρός τό μέλλον, ἀναμετρώντας τίς εὐθύνες καί συνειδητοποιώντας τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχουμε ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Εἰσήλθαμε στήν τρίτη χριστιανική χιλιετία. Βηματίζουμε ἤδη στόν 21ον αἰώνα. Ὁ κόσμος ἀλλάζει μέ ρυθμούς πού δυσκολευόμαστε νά παρακολουθήσουμε. Καί ἡ γηραιά ἤπειρός μας δέν μοιάζει πιά παρά μέ μιά μικρή γειτονιά. Λαοί, γλῶσσες, πολιτισμοί, ἰδεολογίες, θρησκευτικές παραδόσεις ἀναμειγνύονται καί ἀλληλοεπηρεάζονται ‒ ἕνα φαινόμενο πού ἀκούει στό ὄνομα παγκοσμιοποίηση.
Χρέος μας, νά ἐπανεκτιμήσουμε, νά γνωρίσουμε καί νά οἰκειωθοῦμε ἐμπειρικά τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί τό μυστήριο τῆς ἐν χάριτι ζωῆς πού μᾶς κληροδότησαν οἱ Πατέρες μας. Ἐμβριθεῖς μελετητές τῆς ἱστορίας καί διορατικοί ἀναλυτές τῶν πολιτιστικῶν ἐξελίξεων, ἔχουν ἤδη ἐπισημάνει ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καλούμεθα, λοιπόν, νά ἀναδείξουμε καί νά προβάλουμε μέ ἐπίγνωση καί σεμνότητα, χωρίς ἀνούσιες μεγαλοστομίες καί στείρα προγονολατρία, τόν πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς μας. Τήν ἱκανότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας νά φωτίσει τά προβλήματα τῶν καιρῶν μας. Τό μεγαλεῖο καί τήν πνευματικότητα τῆς λατρείας μας. Τό ἀσκητικό γνώρισμα τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Τόν κοινοτικό τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τόν ὑπερεθνικό καί οἰκουμενικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατ̉ ἐπέκταση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς μαρτυρίας.
Πάνω ἀπ’ ὅλα, ν᾽ ἀποκαλύψουμε τό ὑπερούσιο πρόσωπο τοῦ ζῶντος καί ἀληθινοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, πού μέ ἀγωνία καί λαχτάρα ἀναζητοῦν τά ἴχνη τῆς θείας Παρουσίας.
Ἀμήν.