Όπως ανακάλυψε ο Ιώβ, ο Θεός μπορεί να μιλήσει μέσα από τον πόνο. Ο πόνος είναι αναπόφευκτος σε μια ζωή που τελειώνει με το θάνατο και που διαβρώνεται από τα σύμβολα του θανάτου.
Μετά από μια σοβαρή αρρώστια της γυναίκας του κάποιος έγραψε: «Μετά από τρεις δεκαετίες συμπορευθήκαμε με αυτούς που πορεύονται μέσα από τις πεδιάδες του πόνου και ανακαλύψαμε ότι έχουν πολλά σκοτάδια και σκιές. Για πόσο καιρό είχαμε γλυτώσει!».
Η πίστη μας έχει ως κέντρο της ένα θεό που υποφέρει. Ο Θεός έδωσε την απάντησή του στη διαμαρτυρία του Ιώβ όταν συμμερίσθηκε αυτός ο ίδιος την ανθρώπινη δυστυχία. Όταν έγινε ένας από εμάς στον Ιησού Χριστό. Η σιωπή του Θεού στη δυστυχία μας μπορεί να γίνει εκκωφαντική, η απουσία Του συντριπτική, Θεέ μου, πού είσαι; Σ’ αυτές τις στιγμές ο Θεός είναι κρυμμένος πίσω από τα γεγονότα, που φαίνεται ότι αρνούνται την παρουσία Του. Ήταν κρυμμένος πίσω από τον σταυρό του Χριστού, που εκείνη τη στιγμή εφαίνετο να λοιδορεί κάθε ιδέα πρόνοιας. Ο Χριστός, όπως και ο Ιώβ, αισθάνθηκε μάλλον εγκαταλελειμμένος παρά συμπαραστατούμενος. «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλειπες;». Ο Χριστός όμως έδειξε την απόλυτη πίστη του όταν είπε:
«Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου» (Λουκ. 23, 46). Ενεπιστεύθη τον εαυτό του στον Θεό ο οποίος αισθάνθηκε ότι τον είχε εγκαταλείψει έχοντας την πεποίθηση ότι δεν ήταν πραγματικά απών. αλλά μόνο κρυμμένος πίσω από τα τραγικά γεγονότα αυτής της στιγμής.
Για να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στην προσδοκία και την πραγματικότητα, που φαίνεται να προκαλεί πολύ πόνο στη μέση ηλικία, χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε τί υπεσχέθη και τί δεν υπεσχέθη ο Θεός. Η πίστη μας δεν μας κάνει απρόσβλητους στις οδυνηρές και τραγικές συνέπειες της κακής χρήσης της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Θεός δεν υπεσχέθη να κάνει αυτό που κάνουν οι ανεύθυνοι και κακοί γονείς που, αποτρέποντας τις δυσάρεστες συνέπειες των αυτοκαταστροφικών επιλογών και ενεργειών των παιδιών τους, τους στερούν την ευκαιρία να μάθουν ότι οι αυτοκαταστροφικές επιλογές και ενέργειες μπορούν
να έχουν ολέθριες συνέπειες, εκθέτοντάς τα έτσι σε θανάσιμους κινδύνους. Αυτό που έχει υποσχεθεί ο Θεός είναι να είναι παρών πάντοτε στη ζωή μας, όσο κακές και αμαρτωλές κι αν είναι οι επιλογές μας και οι πράξεις μας και ότι θα μας δίνει δύναμη να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που συναντούμε, έστω και αν αυτές είναι οι συνέπειες των δικών μας άστοχων ενεργειών. Έχει ακόμη υποσχεθεί να χρησιμοποιήσει τις οποιεσδήποτε .εμπειρίες μας ως μέσα για την επίτευξη της πλήρωσής μας και της πραγμάτωσης της κλήσης μας. Με άλλα λόγια, έχει υποσχεθεί να τα χρησιμοποιήσει όλα για να δώσει νόημα στη ζωή μας και να μας ολοκληρώσει με την ελπίδα για θεραπεία και υπέρβαση.
Ο πόνος αυτός καθ’ αυτόν μπορεί «να μας λέει» κάτι. Ο σωματικός πόνος συχνά μας επιπλήττει για την κακοποίηση των σωμάτων μας, ή μας παροτρύνει να τα φροντίζουμε καλύτερα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ψυχικό πόνο. Μπορεί να μας λέει κάτι για τον τρόπο ζωής μας, τις αξίες μας, τη στάση μας απέναντι σε μας τους ίδιους και τους άλλους. Είναι ανάγκη να προσέχουμε τί μας λέει ο πόνος μας.
Η δυστυχία έχει διαφορετική επίδραση σε διαφορετικούς ανθρώπους. Ο έντονος πόνος απαιτεί απόλυτη προσοχή. Όταν είναι χρόνιος, απορροφά την περισσότερη ενέργειά μας και μας κάνει να στρεφώμεθα στον εαυτό μας. Ο πόνος μπορεί επίσης να γίνει μέσο προσωπικής ανάπτυξης. Η συμπόνια μας για τους άλλους στη δυστυχία τους αυξάνεται όταν μάθουμε πώς είναι να πονάς. Ήταν η συμπόνια του Χριστού που τον έφερνε κοντά στους «πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς» {Λουκ. 14, 14). Αναφερόμενος ο Παύλος στα μέλη της Εκκλησίας ως μέλη του σώματος του Χριστού, λέει: «Το αυτό υπέρ αλλήλων μεριμνώσι τα μέλη? και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α΄ Κορ. 12, 26). Η δυστυχία μας μπορεί να μας ταυτίσει πιο άμεσα με την ανθρώπινη οικογένεια μέσα από την συμπόνια που έρχεται από την επαφή με τον πόνο.
Στην οικογενειακή μας ζωή ωστόσο η δυστυχία μας μπορεί να οδηγήσει σε υπερτονισμό και δραματοποίηση. Δεν θέλουμε να δοκιμάσουν τα παιδιά μας τον πόνο που βιώσαμε εμείς. Αλλά αν προσπαθήσουμε να τα προφυλάξουμε από τον πόνο, μπορεί να τους στερήσουμε τις εμπειρίες που έχουν ανάγκη για να προπαρασκευασθούν για την ζωή σ’ αυτό τον κόσμο. Οι γονείς χρειάζεται να αφήσουν τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τις φυσικές συνέπειες των ενεργειών τους, ακόμη και αν είναι οδυνηρές, για να μάθουν από την εμπειρία. Έτσι γίνονται υπεύθυνα άτομα που αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά τη ζωή.
Αν και χρειάζονται τη βοήθειά μας για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, χρειάζονται επίσης να είναι εκείνα οι κύριοι των προβλημάτων τους και να έχουν την ευθύνη της επιλύσεώς τους. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι οι δυστυχίες μας, έκτος του ότι ήσαν οδυνηρές, συνέβαλαν επίσης αποφασιστικά στην ανάπτυξή μας και την ωρίμανσή μας, μπορούμε να μετριάσουμε τη συμπόνια μας για τις ταλαιπωρίες των παιδιών μας, έτσι ώστε να παρέχουμε την υποστήριξη που χρειάζονται για να προβούν σε υπεύθυνες ενέργειες μάλλον, παρά να γινώμεθα εμπόδιο σ’ αυτές τις ενέργειες.
(π. Φιλόθεος Φάρος, «Στου δρόμου τα μισά», εκδ. Αρμός, σ. 132-136)