Η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Τήνου για την οποία σπεύδουν χιλιάδες πιστοί στο νησί για να προσκυνήσουν την εικόνα της μεγαλόχαρης. Συγκινούν οι χιλιάδες εξομολογήσεις για τα αναρίθμητα θαύματα της εικόνας της Παναγίας της Τήνου…
Το πρώτο θαύμα
Όσοι έχουν ασχοληθεί με την εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Τήνου και την ανέγερση του ναού θεωρούν ότι το πρώτο θαύμα καταγράφηκε το 1823, όταν θεραπεύτηκε από την πανώλη ένα νεαρό παιδί.
Ωστόσο, ως μοναδικό θαύμα καταγράφηκε η ανάβλυση νερού από ένα πηγάδι που «ούτε δάκρυ νερού δεν έβρισκες» την ώρα της θεμελίωσης του Κάτω Ναού της Ευρέσεως, ο οποίος –για τον λόγο αυτό– ονομάστηκε Ναός της Ζωοδόχου Πηγής.
Ένα ανάλογο θαύμα, το οποίο έχει σχέση επίσης με τον ναό, ήταν η μεταφορά πορσελάνης για τις ανάγκες της ανέγερσης. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ένα πλοίο μετέφερε θηραϊκή γη (πορσελάνη) κατά το χρονικό διάστημα της θεμελίωσης του ναού. Τότε ξέσπασε θύελλα, η οποία απειλούσε να καταποντίσει το καράβι.
Μπροστά στο μοιραίο, ο πλοίαρχος ζήτησε την προστασία της Παναγίας. Τότε, μια γυναίκα με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια παρουσιάστηκε μπροστά στον απελπισμένο καπετάνιο και του είπε:
«Θα σε βοηθήσω να σωθείτε, και το πλήρωμα και το πλοίο, και, αφού φτάσεις τελικά στον προορισμό σου, να επιστρέψεις και να φέρεις με το πλοίο ένα φορτίο θηραϊκής γης για τον ναό μου που κτίζεται». Όπως και έγινε.
Από τότε, η παράδοση θέλει την Παναγία να κάνει θαύματα για Ορθοδόξους και μη, δείχνοντας, έτσι, την αγάπη της προς τους πονεμένους προσκυνητές, ανεξάρτητα από θρησκείες και εθνικότητες.
Ο Άγγλος πλοίαρχος
Ένα πλοίο με πλοίαρχο τον Άγγλο Φρέντερικ Ταξ, το οποίο μετέφερε στην Τήνο τον υποπρόξενο της Αγγλίας στην Ελλάδα, Χένρι Φλικ, είχε αγκυροβολήσει στον μικρό όρμο της Τήνου. Ξαφνικά, ξέσπασε τέτοια θαλασσοταραχή, ώστε το πλοίο κινδύνευσε να διαλυθεί σε μικρή απόσταση από την ξηρά.
Οι άγκυρες είχαν σπάσει και το πλοίο κρατιόταν μόνο από ένα σκοινί. Ο πλοίαρχος, έχοντας εξαντλήσει όλες τις εναλλακτικές για να σωθούν το πλοίο και οι επιβάτες του, σε μια ύστατη προσπάθεια, έστρεψε το βλέμμα του προς τον ναό που υψωνόταν εκλιπαρώντας την Παναγία να τους σώσει και αυτός θα της πρόσφερε 100 «δίστηλα».
Τότε έγινε το θαύμα και το είδαν όλοι. Και οι επιβάτες και το πλήρωμα του πλοίου, αλλά και οι κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι έβλεπαν μια μανιασμένη θάλασσα, αλλά γύρω από το καράβι τα νερά είχαν γαληνέψει.
Το πλοίο σώθηκε όταν πια η θάλασσα ημέρεψε. Ο πλοίαρχος βγήκε στην ξηρά, ανέβηκε στον ναό και, αν και Καθολικός, προσκύνησε την εικόνα και πρόσφερε τα 100 δίστηλα που είχε τάξει, τα οποία διατέθηκαν για τη συνέχιση των εργασιών ανοικοδόμησης του ναού, οι οποίες είχαν διακοπεί επειδή είχαν τελειώσει τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τους πιστούς.
Στον Εύξεινο Πόντο
Ένα πλοίο με κυβερνήτη τον Δ. Σκλαβούνο έπεσε σε τρικυμία. Επί τρεις ημέρες βολόδερνε, ενώ το πλήρωμα δεν είχε ούτε φαγητό, αφού οι πόρτες από τις αποθήκες «είχαν σφηνώσει».
Ο πλοίαρχος προσευχήθηκε στην Παναγία και Της ζήτησε να τους βοηθήσει. Πράγματι, η θάλασσα γαλήνεψε. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για τη Ρωσία και επέστρεψε στην Τήνο, όπου άφησε στη Χάρη Της πλούσια δώρα.
Λίρες και προσευχές
Ο πλοίαρχος Κ. Πασσάκος βρέθηκε και αυτός σε φουρτούνα. Προσευχήθηκε στην Παναγία και, αφού η μπόρα πέρασε και συνέχισε το ταξίδι του, για να ευχαριστήσει τη Μεγαλόχαρη, έστειλε για τις ανάγκες του ναού λίρες Αγγλίας, με τη δέσμευση ότι κάθε χρόνο ένα μέρος από τα κέρδη του θα προορίζεται για την Τήνο και την Ευαγγελίστρια.
Η σκούνα του «Δεληγιώργη»
Μια φορά, τον Μάρτιο του 1888, η σκούνα του «Δεληγιώργη» προσέκρουσε σε ύφαλο και κόπηκε στα δύο εν μέσω θαλασσοταραχής. Το πλήρωμα και ο καπετάνιος ζήτησαν τη βοήθεια της Παναγίας.
Τότε ένας ναύτης έριξε στη μανιασμένη θάλασσα μια βάρκα, η οποία όχι μόνο δεν αναποδογύρισε, αλλά χώρεσε όλο το πλήρωμα. Άπαντες σώθηκαν και, όταν έπιασαν ξηρά, αφιέρωσαν στη Χάρη Της ένα ομοίωμα της σκούνας.
«Παναγία μου, σώσε με»
Η Ευφροσύνη ήταν μια νέα κοπέλα, υπηρέτρια σε μια γιατρό. Κάποια στιγμή, η γιατρός πέταξε την άτυχη κοπέλα στο ποτάμι, με σκοπό να την πνίξει. Μέσα στον πανικό της, η Ευφροσύνη φώναξε: «Παναγία μου, σώσε με».
Αμέσως παρουσιάστηκε η Μεγαλόχαρη και την έσωσε. Όμως η Παναγία έγινε και τιμωρός. Πυρκαγιά ξέσπασε στο σπίτι της γιατρού και κάηκαν τα πάντα, ενώ η ίδια η γυναίκα σώθηκε την τελευταία στιγμή. Όταν η γιατρός έμαθε πως σώθηκε η Ευφροσύνη, πήγε στον ναό και ζήτησε συγχώρεση.
«Μη φοβάσαι»
Μια γυναίκα από το Λεωνίδιο, η Μαρία Μίχα, ταξίδευε με το πλοίο για τη Σύρο. Την ώρα που προσπαθούσε να επιβιβαστεί στη βάρκα που θα την έβγαζε στο νησί, γλίστρησε και έπεσε στη θάλασσα. Τότε άκουσε μια φωνή να την προτρέπει να κολυμπά.
Αν και δεν γνώριζε κολύμπι, κατάφερε να επιπλέει επί δύο ώρες, ώσπου εντοπίστηκε και περισυνελέγει. Μετά το τέλος της περιπέτειάς της, έσπευσε στην Τήνο και προσκύνησε τη Μεγαλόχαρη.
«Σώσε το κοριτσάκι μου»
Ο Γ. Ξενάκης βρισκόταν με το μόλις δύο ετών κοριτσάκι του στη Σύρο, σε ένα εργοστάσιο παρασκευής λουκουμιών. Κάποια στιγμή, η μικρή Αναστασία ξέφυγε από την προσοχή του πατέρα της, γλίστρησε και παραλίγο να πέσει σε ένα καζάνι με καυτό πολτό από τον οποίο εργάτες έφτιαχναν λουκούμια.
Ο πατέρας, μόλις είδε τη βουτιά του παιδιού, φώναξε με απόγνωση: «Παναγία μου, το κοριτσάκι μου!». Τότε, σαν ένα αόρατο χέρι να την κράτησε, η μικρή αρπάχτηκε από τις αλυσίδες που κρατούσαν το καζάνι και σώθηκε.
Ο πατέρας αφιέρωσε στην Παναγία μια αναπαράσταση της τραγικής και ταυτόχρονα ιερής σκηνής: ένα παιδί να κρατιέται από τις αλυσίδες του λέβητα.
Ένα άλλο Θαύμα!
Ο κτηνοτρόφος Στ. Ρώμας από την Κερατέα Αττικής είχε χάσει τρεις ετοιμόγεννες αγελάδες. Επί τρεις ημέρες έψαχνε, χωρίς αποτέλεσμα. Βλέποντας τον γιο της να στενοχωριέται, η μητέρα του, Αικατερίνη, προσευχήθηκε στην Παναγία και Την παρακάλεσε να της υποδείξει το μέρος όπου ήταν τα ζώα τους.
Στον ύπνο της είδε τη Θεοτόκο, η οποία της έδειξε έναν στάβλο σε ένα διπλανό χωριό, όπου οι κλέφτες έκρυβαν τις αγελάδες. Εκεί τις βρήκε μαζί με τα μοσχαράκια, τα οποία μόλις είχαν γεννηθεί, ο γιος της, ο οποίος μετά το περιστατικό παρήγγειλε σε έναν χρυσοχόο να του φτιάξει ένα αργυροεπίχρυσο ομοίωμα αγελάδας, το οποίο και άφησε στον ναό.
Ο παράλυτος χιλίαρχος
Η περίπτωση του Τούρκου χιλιάρχου της Κρήτης Μουσταφά Αλή είναι από εκείνες που προκαλούν δέος. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Παναγία της Τήνου – Ιστορία και Τέχνη», ο Τούρκος χιλίαρχος έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων.
Όταν πια οι γιατροί έφθασαν να μην καταφέρνουν να κάνουν κάτι για να αποκαταστήσουν την υγεία του, ένας εκ των Ελλήνων θεραπόντων τού μίλησε για την Παναγία της Τήνου και του ζήτησε να επισκεφθεί το νησί.
Στις αρχές του 1845, ένα ξένο ιστιοφόρο έφτασε στην Τήνο μεταφέροντας τον Τούρκο αξιωματούχο, τον οποίο οι συνοδοί του πήγαν με φορείο στον ναό. Έμεινε σε χώρο που του παραχωρήθηκε και προσευχόταν, όταν μια μέρα ζήτησε και τον μετέφεραν μπροστά στην εικόνα.
Την ώρα που οι ιερείς έψαλλαν την παράκληση, ο παράλυτος Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του. Το βράδυ, θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του προς την Ευαγγελίστρια, κάλεσε τους επιτρόπους και τους εξέφρασε την επιθυμία να κατασκευάσει ένα μαρμάρινο σιντριβάνι.
Πριν αναχωρήσει για την Κρήτη, έδειξε ο ίδιος το σημείο όπου αυτό θα χτιζόταν και φύτεψε κυπαρίσσια σε τέσσερα σημεία. Το σιντριβάνι τελικά κατασκευάστηκε εκεί, στην αυλή του ναού, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, μεγαλοπρεπές, κυκλωμένο από τα τέσσερα κυπαρίσσια.
Ο τυφλός ομογενής και η πορτοκαλιά
Ο Γεώργιος Π. Λαμπράκης ήταν ένας από τους ομογενείς που ζούσαν στην Αμερική και είχε καταφέρει να αποκτήσει σημαντική περιουσία. Μια μέρα, έτσι ξαφνικά, έχασε το φως του και οι γιατροί δεν μπόρεσαν ποτέ να τον κάνουν να ξαναδεί.
Κάποιος τού μίλησε για την Τήνο και την Ευαγγελίστρια, στην οποία ο ομογενής άρχισε να προσεύχεται:
«Παναγία μου, δώσ’ μου το φως μου και ό,τι δω μπροστά μου ασημένιο θα σου το φέρω στη Χάρη Σου». Μια μέρα που καθόταν στον κήπο του, άρχισε να διακρίνει σκιές. Όσο περνούσε ο χρόνος, η όρασή του καλυτέρευε, ώσπου είδε καθαρά μπροστά του μια πορτοκαλιά, φορτωμένη πορτοκάλια.
Όπως είχε υποσχεθεί, παρήγγειλε και του έφτιαξαν ένα ομοίωμα του δέντρου και το πρόσφερε στον ναό. Η ασημένια πορτοκαλιά με τα δώδεκα πορτοκάλια, όσα και οι Μαθητές του Χριστού, στολίζει σήμερα το αριστερό παγκάρι του.
Το ψάρι που κράτησε στην επιφάνεια της θάλασσας το καράβι
Όποιος προσκυνητής μπει στον Ναό της Τήνου βλέπει κρεμασμένο κάτω από ένα καντήλι ένα ασημένιο καράβι και ένα ψάρι, επίσης ασημένιο, καρφωμένο στα πλευρά του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ένα πλοίο ταξίδευε στη Δυτική Μεσόγειο, με προορισμό την Ισπανία. Ένα βράδυ, ένας φοβερός κυκλώνας είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να υποστεί ρήγμα στα ύφαλα και να γεμίσει νερά. Ο καπετάνιος προσευχήθηκε στην Παναγία.
Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. Οι αντλίες κατάφεραν να αδειάσουν τα αμπάρια και το καράβι άρχισε να ταξιδεύει πάλι χωρίς προβλήματα. Όταν έφτασαν στο λιμάνι και το πλοίο ρυμουλκήθηκε στη δεξαμενή, το πλήρωμα διαπίστωσε ότι ένα ψάρι είχε σφηνωθεί στη ρωγμή…
Ένα παιδί βλέπει
Στις 25 Αυγούστου 1962, ο Αλέξανδρος Μ. Βαρδαβάς και άλλα παιδιά έφθασαν έως την Τήνο με τη φροντίδα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής.
Ο μικρός Αλέξανδρος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του. Δεν μπορούσε να δει πέρα από ένα μέτρο! Καθώς ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούν στην είσοδο του ναού της Τήνου, σύμφωνα με μαρτυρίες, γύρισε προς τους συνοδούς του και τους είπε: «Η Παναγία θα με κάνει καλά».
Έφτασε στον ναό, προσκύνησε την εικόνα και αποσύρθηκε. Το πρωί της άλλης ημέρας, πήγε με δύο φίλους του, τον Γιώργο Θεοδωρόπουλο και τον λουθηρανό Ρίτσι Εγκλ, να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία.
Κάποια στιγμή, με τους φίλους του κατέβηκε στον Ναό της Ευρέσεως και με το αγιασμένο νερό έπλυνε τα μάτια του. Από τότε άρχισε να βλέπει όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω του.
Δηλώνοντας ένα Θαύμα
Πάρα πολλοί είναι εκείνοι που όλα αυτά τα χρόνια πηγαίνουν στα γραφεία του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας για να δηλώσουν επωνύμως το θαύμα που έζησαν. Μεταξύ αυτών, μια οικογένεια από την Κύπρο. Διαβάζουμε σχετικά:
«Εν Τήνω, σήμερον, την 8 Αυγούστου 1972, προσελθούσα εις τα γραφεία του ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, η Άννα, σύζυγος Σάββα Ιακώβου, κάτοικος Λευκωσίας Κύπρου (Άγιος Δομέτιος, Πατρόκλου Κόκκινου) εδήλωσε τα κάτωθι:
Ο υιός μου, Γεώργιος, ετών 11, την 3 Ιανουαρίου 1972, ενώ ήταν υγιής, κατά τας νυκτερινάς ώρας παρουσίασε αιφνιδίως παράλυσιν των κάτω άκρων, ώστε να καταστεί τελείως ακίνητος. Ευθύς ως διαπιστώσαμεν την απότομον ασθένεια του υιού μας, εγώ και ο σύζυγός μου μεταφέραμεν τούτον εις το νοσοκομείον Λευκωσίας –Γενικόν Κρατικόν–, ένθα και παρέμεινε προς νοσηλείαν τέσσερις μήνες.
Επειδή, όμως, η κατάστασις εξηκολούθη η ιδία, τη συμβουλή των ιατρών, μεταφέραμεν τον υιόν μου εις το νοσοκομείον του Ερυθρού Σταυρού, εις Κυρήνειαν, ειδικόν διά την πάθησιν ταύτην.
Την νύκταν της 9ης προς την 10ην, εν απελπισία ευρισκομένη διά την κατάστασιν του παιδιού μου, είδα καθ’ ύπνον την ιεράν εικόνα της Παναγίας της Τήνου, καίτοι δεν την είχα δη ποτέ. Από την ταραχήν μου, εξύπνησα. Μετ’ ολίγον απεκοιμήθην και είδα πάλι το ίδιο όνειρο, αλλά την δεύτερην φοράν άκουσα μιαν φωνήν, ότι το παιδί μου θα γίνη καλά.
Το πρωί της επομένης ημέρας, περί ώραν 8.30 π.μ., μετέβην εις το νοσοκομείον διά την καθιερωμένην επίσκεψιν.
Οποία ήτο η έκπληξις και η συγκίνησίς μου όταν άκουσα τον υιόν μου να μου λέγη, δίχως εγώ να τον προκαλέσω, ότι την ίδια νύκτα είδε την Παναγία, η οποία του είπε ότι να έχη υπομονήν και ότι θα γίνει σύντομα καλά και τον προέτρεψε να έλθη εις την Χάριν Της στην Τήνο τον 15αύγουστο για να Την προσκυνήσει.
Αμέσως σκέφθηκα ότι η Χάρις της Παναγίας μάς επεσκέφθη και ότι ήτο θέλημα του Θεού να ιαθή το παιδί μου, αφού την ίδια ώρα και οι δύο είδαμε την ίδια οπτασία. Ουδεμίαν αμφιβολίαν είχον ότι επρόκειτο περί θαύματος.
Την ίδιαν μέρα, πήρα το παιδί μου από το νοσοκομείον και το μετέφερα προς εξέτασιν στον ιατρόν Ν. Λειβαδά, διάσημον εν Κύπρω, ο οποίος του έκαμε γενικάς αναλύσεις, εκ των οποίων απεδείχθη ότι το παιδί μου ήτο τελείως καλά, εφ όσον όλαι αι λειτουργίαι του οργανισμού ήταν φυσιολογικαί.
Εν τω μεταξύ, έταξα εγώ ότι θα έλθω στην Παναγία, ότι θα έλθω μετά του υιού μου, τον Δεκαπενταύγουστο, εις προσκύνησιν της Χάριτός Της. Ω του θαύματος, σε τρεις ημέρες το παιδί μου ήτο τελείως καλά και εις ελάχιστον χρονικόν διάστημα άρχισε να βαδίζει ελεύθερα.
Εις εκπλήρωσιν του τάματός μου, ήλθον σήμερον μετά του υιού μου στη Χάριν Της. Δοξάζω τον Θεόν διά την δωρεάν Του και την Παναγία διά την μεσιτείαν Της. Τα ανωτέρω καταθέτω με όλην την πίστιν και την πεποίθησιν εις το συντελεσθέν θαύμα».