Μία πολύ δυνατή προσευχή από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη για τους ανέργους και τους απολυμένους, για πνευματική στήριξη και βοήθεια εξεύρεσης εργασίας.
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Αμήν.
Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς. (τρεις φορές)
Παναγία τριας, ελέησον ημάς. Κύριε ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρισον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επισκεψε και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου.
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανό και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα
οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.
Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου, ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών.
Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών, σοι γαρ εδόθη χάρις, πρεσβεύειν υπέρ ημών.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιόν του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος.
Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Χριστό τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών.
Ψαλμός 38
Είπα φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών, και το άλγημά μου ανεκαινίσθη. εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου, και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ. ελάλησα εν γλώσση μου γνώρισόν μοι, Κύριε, το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου, τις εστιν, ίνα γνω τι υστερώ εγώ.
ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου, και η υπόστασίς μου ωσεί ουθέν ενώπιόν σου πλην τα σύμπαντα ματαιότης, πας άνθρωπος ζων. (διάψαλμα). μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται θησαυρίζει και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά. και νυν τις η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος; και η υπόστασίς μου παρά σοι εστιν. από πασών των ανομιών μου ρύσαί με, όνειδος άφρονι έδωκάς με.
εκωφώθην και ουκ ήνοιξα το στόμα μου, ότι συ εποίησας. απόστησον απ ἐμοῦ τας μάστιγάς σου από γαρ της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον. εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού πλην μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος. (διάψαλμα). εισάκουσον της προσευχής μου, Κύριε, και της δεήσεώς μου, ενώτισαι των δακρύων μου μη παρασιωπήσης, ότι πάροικος εγώ ειμι παρά σοι και παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου. άνες μοι, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν και ουκέτι μη υπάρξω.
Ψαλμός 46
Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας, αλαλάξατε τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. υπέταξε λαούς ημίν και έθνη υπό τους πόδας ημών εξελέξατο ημίν την κληρονομίαν αυτού, την καλλονήν Ιακώβ, ην ηγάπησεν. (διάψαλμα). ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος. ψάλατε τω Θεώ ημών, ψάλατε, ψάλατε τω βασιλεί ημών, ψάλατε, ότι βασιλεύς πάσης της γης ο Θεός, ψάλατε συνετώς. εβασίλευσεν ο Θεός επί τα έθνη, ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού. άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά του Θεού Αβραάμ, ότι του Θεού οι κραταιοί της γης σφόδρα επήρθησαν.
Ψαλμός 81
Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί. έως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; (διάψαλμα). κρίνατε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε εξέλεσθε πένητα και πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν. ουκ έγνωσαν ουδέ συνήκαν, εν σκότει διαπορεύονται σαλευθήσονται πάντα τα θεμέλια της γης. εγώ είπα θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε. ανάστα, ο Θεός, κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.
Ευαγγέλιο
Κατά Ματθαίον, Κεφάλαιο 20/1-16
ΟΜΟΙΑ γαρ εστιν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωΐ μισθώσασθαι εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού. και συμφωνήσας μετά των εργατών εκ δηναρίου την ημέραν απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού. και εξελθών περί τρίτην ώραν είδεν άλλους εστώτας εν τη αγορά αργούς, και εκείνοις είπεν υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον δώσω υμίν.
οι δε απήλθον. πάλιν εξελθών περί έκτην και ενάτην ώραν εποίησεν ωσαύτως. περί δε την ενδεκάτην ώραν εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, και λέγει αυτοίς τι ώδε εστήκατε όλην την ημέραν αργοί;
λέγουσιν αυτώ ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον λήψεσθε. οψίας δε γενομένης λέγει ο κύριος του αμπελώνος τω επιτρόπω αυτού· κάλεσον τους εργάτας και απόδος αυτοίς τον μισθόν, αρξάμενος από των εσχάτων έως των πρώτων. και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ώραν έλαβον ανά δηνάριον. ελθόντες δε οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, και έλαβον και αυτοί ανά δηνάριον.
λαβόντες δε εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν, και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα. ο δε αποκριθείς είπεν ενί αυτών εταίρε, ουκ αδικώ σε ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι; άρον το σον και ύπαγε· θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοι η ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς, ει ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι εγώ αγαθός ειμι; Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
Κομβοσχοίνι: Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» «Άγιε Αρσένιε, πρέσβευε υπέρ ημών»
Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη