Γεώργιος Καραϊσκάκης
Γεννήθηκε τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη . Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ’ όλα αυτά , στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου,φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: “Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη”.
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου . Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους, στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα .Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο .
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη.
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος, και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη: “Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς… αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου”.