Είχαμε πάει δυο φίλες στα Ιεροσόλυμα σε νοσοκομείο για μία μόνο μέρα για ιατρικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις κράτησαν όλη την ημέρα κι ήταν ήδη αργά όταν τελειώσαμε.
Ήταν απόγευμα κι είχε κιόλας νυχτώσει καθώς ήταν Φεβράρης και νυχτώνει νωρίς. Έβρεχε μάλιστα καταρρακτωδώς που το πιο λογικό που είχαμε να κάνουμε ήταν να μην κυκλοφορήσουμε.
Είχαμε, όμως, την επιθυμία να προσκυνήσουμε στον Ναό της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο. Δεν ξέραμε ποια ώρα κλείνει ο Ναός. Απ΄ την άλλη ξέραμε πως για να φθάσουμε μέχρι εκεί έπρεπε να περπατήσουμε αρκετά και εκτός από το πρόβλημα με τη βροχή είχαμε να αντιμετωπίσουμε και το πρόβλημα με το στενό που οδηγούσε στην εκκλησία. Το δάπεδο ήταν γλυστερό και ανώμαλο.
Ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μας να προσκυνήσουμε που αποφασίσαμε να καλέσουμε ένα ταξί και να πάμε. Πραγματικά είπαμε στον οδηγό να μας πάει στην Πύλη της Γιάφας και να μας περιμένει μέχρι να τελειώσουμε.
Σε όλη τη διαδρομή έβρεχε τόσο πολύ που είμασταν σίγουρες πως και με τις ομπρέλες ακόμα θα βραχούμε μέχρι το κόκκαλο. Το αυτοκίνητο στάθμευσε μπροστά από την Πύλη και ξαφνικά …η βροχή σταμάτησε εντελώς. Περπατήσαμε προσεκτικά μέχρι την εκκλησία. Για καλή μας τύχη ήταν ακόμα ανοιχτή. Μόλις μπήκαμε στην εκκλησία, άρχισε και πάλι να βρέχει με την ίδια ένταση.
Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και φωτιζόταν μόνο από το φως των κεριών. Μυσταγωγία! Δεν υπήρχε άνθρωπος μέσα στο Ναό και γύρισα και ψυθίρησα στη φίλη μου «εδώ είμαστε μόνο εμείς κι ο Θεός…». Το ίδιο ένιωθε κι εκείνη. Η Θεία παρουσία ήταν πραγματικά τόσο έντονη!
Ανεβήκαμε πρώτα στο Γολγοθά και μετά προσκυνήσαμε το μάρμαρο της Αποκαθήλωσης. Με κατάνυξη προχωρήσαμε στον Τάφο του Χριστού. Μπαίνοντας μέσα είδαμε με έκπληξη το ακόλουθο σκηνικό. Ένας πολύ ηλικιωμένος και κάτισχνος μοναχός με μακριά λευκή γενιάδα, ήταν γονατισμένος μπροστά στον Τάφο, στριμωγμένος κυριολεκτικά στη γωνία και κρατούσε στα χέρια του ένα χιλιοχρησιμοποιημένο δεφτέρι με ονόματα που τα διάβαζε σιωπηλά κάτω απ΄ το φως ενός κεριού.
Τον χαιρετήσαμε και δεν πήραμε απάντηση. Ήταν σαν να μην υπήρχε ή σαν αν μην υπήρχαμε. Δεν μας είχε καν προσέξει, πράγμα αδύνατο αφού ο χώρος ήταν τόσο μικρός. Όταν βγήκαμε από τον Πανάγιο Τάφο το σχολιάσαμε με δέος. Γιατί ο μοναχός δεν μας είχε προσέξει, γιατί διάβαζε ένα ολόκληρο δεφτέρι με ονόματα τέτοια ώρα με το φώς ενός κεριού και γιατί ήταν τόσο στριμωγμένος στη γωνία αφού δεν υπήρχαν καθόλου προσκυνητές στην εκκλησία;
Αφού τελειώσαμε το προσκύνημα ήταν ώρα πια να φύγουμε. Έξω εξακολουθούσε να βρέχει με την ίδια μανία. Τη στιγμή που ανοίξαμε την πόρτα του Ναού για να βγούμε, εντελώς ξαφνικά μέσα σε μόλις μερικά δευτερόλεπτα η βροχή σταμάτησε σαν κάποιος να είχε κατεβάσει ένα διακόπτη.
Περπατήσαμε πάλι και αμέσως μόλις μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο άρχισε να βρέχει με την ίδια μανία. Ξέραμε πως αυτό που ζούσαμε ήταν κάτι απίστευτο και θαυμαστό. Παράλληλα δεν έφευγε απ΄ το μυαλό μας αυτό που είδαμε στον Τάφο του Χριστού.
Μετά από μερικές βδομάδες πήγα ξανά στα Ιεροσόλυμα και επισκέφθηκα ξανά τον Ναό της Αναστάσεως. Αυτή τη φορά πρόλαβα να πάω σε φυσιολογική ώρα. Μπροστά στον Τάφο του Χριστού, στεκόταν ο φύλακας του Τάφου, ένας μοναχός που συντόνιζε την είσοδο των προσκυνητών.
Τον πλησίασα και άρχισα να συνομιλώ μαζί του. Του είπα για την επίσκεψή μας και του μίλησα για τον μοναχό που είχαμε δει την άλλη φορά. Του περιέγραψα ακριβώς πώς έμοιαζε και του είπα πόσο παράξενο μας φάνηκε αυτό που συνέβαινε. Τον ρώτησα ποιος ήταν.
Η απάντησή του ήταν αυτό που ήδη νιώθαμε. «Τέτοιος μοναχός ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει στα Ιεροσόλυμα. Κάποιον άλλο είδατε εσείς…»