Τετρακόσια χρόνια, περίπου, µετὰ τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἐκεῖ πλησίον τοῦ ἁγίου Σπηλαίου ζοῦσε ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος µοναχός, ὁ Ἱερώνυµος µἐ τὴν συνοδεία µερικῶν εὐλαβῶν γυναικῶν.
Μία νύχτα τῶν Χριστουγέννων ὁ Χριστὸς τοῦ ζήτησε ἕνα δῶρο.
Ὁ ἄνθρωπος τὰ ἔχασε!
Ποῦ νὰ βρεῖ, ἀκτήµων ἀσκητής, ἕνα δῶρο ἐπάξιο στὴν θεία µεγαλειότητα;
Ταπεινὰ ρώτησε:
«Τί δῶρο θέλεις, κύριε;»
Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε σὰν δῶρο τὶς ἀµαρτίες του.
Αὐτὸ τὸ δῶρο θέλει καὶ ἀπὸ ἐµᾶς, γιατί εἶναι ὁ µόνος ποὺ ἔχει «ἐξουσίαν ἀφιέναι ἐπὶ γῆς ἁµαρτίας».
Ἄλλωστε δὲν ἔχουµε τίποτε ἄλλο νὰ τοῦ προσφέρουµε, ἀφοῦ ὅλους, κλῆρο καὶ λαό, µᾶς µαστίζει µία γενικὴ πνευµατικὴ πτωχεία.
Ἄδεια τὰ χέρια µας, κενὴ ἡ καρδιά µας.
Ἂς Τοῦ δωσουµε λοιπὸν τὶς ἀµαρτίες µας, µετανοηµένοι ποὺ Τὸν λυπήσαµε.
Ἂς Τοῦ προσφέρουµε τὰ λάθη µας, συντετριµµένοι ποὺ Τὸν περιφρονήσαµε.
Ἂς Τοῦ χαρίσουµε τὴν ἀνθρώπινη ἀθλιότητά µας, ταπεινωµένοι ποὺ Τὸν ἐγκαταλείψαµε.
Ἐκεῖνος µᾶς περιµένει ὑποµονετικὰ ἐκεῖ ποὺ Τὸν ἀφήσαµε, ἐκεῖ ποὺ Τοῦ γυρίσαµε τὴν πλάτη.
Μᾶς περιµένει µἐ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά Του. Μία ἀγκαλιά, ποὺ µένει πάντα ἀνοιχτὴ καὶ ζεστή.