Της Στεύης Τσούτση.
«Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη. Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά … αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε’ άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους …
Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.
Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του …
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει …
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτε άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα …
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι”.
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
“Δεν είναι κανένα θαύμα”, απαντούσε το Περιβόλι.
“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα”.
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν.
Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει… Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό… Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
“Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;” , το ρωτούσαν.
“Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε.
“Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω”.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…»
«Η πόλη των πηγαδιών», Ιστορίες για να Σκεφτείς, Χόρχε Μπουκάϊ.
Όλοι μας, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, γνωρίζουμε πως αυτό που πρέπει να μετράει σε έναν άνθρωπο είναι το εσωτερικό του. Εκείνο μαρτυρά τις αλήθειες της ύπαρξης και πλουτίζει με τον κόπο που ο καθένας κάνει για να το αναπτύξει.
Άλλοι στοχεύουν στα υλικά αγαθά. Γεμίζουν, λοιπόν, τη ζωή τους με αστραφτερές ανάγκες τις οποίες και ικανοποιούν. Κι έτσι μαζεύουν κάθε λογής χρήσιμα κι άχρηστα μπιχλιμπίδια. Συλλέγουν όλα όσα πιστεύουν πως θα τους ανεβάσουν την αξία τους. Όσα θα προκαλέσουν τη ζήλια και το θαυμασμό στους γύρω τους.
Κι όμως, ο άνθρωπος πρέπει να τα απαρνείται όλα αυτά. Εκείνο που οφείλει να τον νοιάζει είναι το πώς θα αποκτήσει βάθος. Πως θα απλώσει τις ρίζες της ύπαρξης του βαθιά στο χώμα της γνώσης. Μόνο έτσι θα αποκτήσει τη σοφία που χρειάζεται και την αρμονία που τόσο έχει ανάγκη ένα ανθρώπινο πλάσμα.
Πηγάδι είναι ο άνθρωπος και πρέπει να βαθαίνει κι όχι να πλαταίνει. Κι όσο βαθαίνει, τόσο αποκτά αξία που δεν μπορούσε να διανοηθεί. Κι επικοινωνεί σε άλλο «επίπεδο» πλέον γιατί γνωρίζει καλά τι έχει να δώσει και δε διστάζει να το μοιραστεί.
Κι έτσι «ανθίζει». Κι αυτός αλλά κι όλα γύρω του.
Τέτοιο «πηγάδι» πρέπει να γίνουμε. Που απλώνει τα όνειρα του σε βάθος κι όχι σε πλάτος. Που βαθαίνει την ύπαρξη του, αδιαφορώντας για το εντυπωσιακό μα ρηχό μέγεθος των άλλων. Που ανακαλύπτει την αξία της γνώσης μέσα από την ταπεινότητα και τη διαρκή προσπάθεια.
Και τα καταφέρνει να βρει νερό και να ανθίσει… σε πείσμα των ρηχών καιρών που το θέλουν ξερό και διψασμένο…
διαφορετικό