Γυρίζει ο Κώτσος στο χωριό του μετά απο επίσκεψη στην Αθήνα. Η εμφάνιση του είναι κάπως περίεργη για το μικρό χωριο. Ο φίλος του ο Γιάννης απο περιέργεια πάει στο σπίτι του Κώτσου.
– Πώς ήταν Κώτσο η Αθήνα? – Μια χαρά ήταν. – Καλά και εσύ πως έγινες έτσι? – Που να στα λέω Γιάννη μου.
Πήγα προχτές στο Κολωνάκι που τόσα ακούγονται για αυτό και μιας και είχα λίγο χρόνο λέω δεν πάω να κουρευτώ.
Ρώτησα που μπορώ να κουρευτώ και με έστειλαν σε ένα μεγάλο κομμωτηριο. Πήγα μέσα κάθησα και ήρθε ένας κουνιστός άντρας.
“Περμανάντ?” με ρωτά, ναι απαντώ εγώ. – Τί είναι ρε Κώτσο μου το περμανάντ? Μήπως πόνεσε?
– Οχι δεν πόνεσε, κάτι έκανε στο κεφάλι μου. Μετά ήρθε ένας άλλος κουνιστός και με ρωτάει “Μανικιούρ?”. “Ναι” απαντώ.
– Τί είναι Κώτσο μου πάλι το μανικιούρ? Μήπως πόνεσε?
– Οχι δεν πόνεσε, κάτι έκανε στα νύχια μου και εγώ δεν κατάλαβα καλά τι ήταν. Μετά ήρθε ακόμα ένας κουνιστός και με ρωτάει “Πεντικιούρ?”. “Ναι” απαντώ.
– Τί είναι Κώτσο μου το πεντικιούρ? Μήπως σε πόνεσε? – Οχι δεν πόνεσε, κάτι έκανε στα πόδια μου. Μετά έφυγα. Το βράδυ όπως τριγυρνούσα με ρωτάει ένας περαστικός. “Τραβεστί?”.
“Ναι” απαντώ εγώ. Εκεί Γιάννη μου πόνεσα…