Ένα ζευγάρι Γερμανών επισκέπτεται ένα παραθαλάσσιο χωριό σε ένα νησί.
Πάει στο ξενοδοχείο ρωτά τον ξενοδόχο για δέκα μέρες όλα πληρωμένα πόσο κάνει:
– 1000 ευρώ, λέει ο ξενοδόχος
– Οκ, λέει ο γερμανός και του τα δίνει. Η γυναίκα μου πάει στην παραλία, αν της αρέσει θα μείνουμε, αν όχι θα μου δώσεις τα λεφτά πίσω και φεύγουμε.
Παίρνει το χιλιάρικο ο ξενοδόχος και τρέχει στον προμηθευτή του. Του δίνει το χιλιάρικο να ξεχρεώσει.
Παίρνει το χιλάρικο ο προμηθευτής τρέχει στο τσομπάνο του νησιού που του χρώσταγε κρέατα του το δίνει να ξεχρεώσει μέρος του χρέους του.
Το παίρνει ο τσομπάνος, που έιχε παντρέψει την κόρη του και χρωστούσε στον έμπορο ρούχων και είδη σπιτιού να τον πληρώσει.
Ο έμπορος, σημειωτέον ήταν π’τανιάρης, πάει στην ποuτάνα του νησιού που της χρωστούσε βίζιτες να πατσίσει.
Βάζει το χιλιάρικο στο σουτιέν η κυρία και τρέχει στον ξενοδόχο να του δώσει τα χρωστούμενα από δωμάτια που νοίκιαζε για να δουλεύει.
Μόλις παίρνει πίσω το χιλιάρικο ο ξενοδόχος που δεν περίμενε να το ξεπληρώσει, χαρούμενος υποδέχεται το ζεύγος των γερμανών και του κόβονται τα πόδια.
Του λένε:
– Δεν μας αρέσει δώσε το χιλιάρικο πίσω.
Τι έγινε; Πως πληρωθήκαν όλοι;
Βαρουφάκηδες απαντήστε μας!
[via]