«Σε ένα ορεινό χωριό υπήρχε ένας κτηνοτρόφος, ο οποίος είχε στην κατοχή του τον μοναδικό αρσενικό γάιδαρο της περιοχής.
Καθότι πονηρός, ήξερε καλά το πλεονέκτημά του και όρισε ταρίφα 1.500 ευρώ για κάθε «βόλεμα» γαϊδούρας που του έφερναν οι συγχωριανοί του.
Ουρά κάνανε οι γαϊδούρες κάθε μέρα έξω από το στάβλο του και ο κτηνοτρόφος είχε στήσει ταμείο εισπράττοντας τα 1.500άρια. Αυτή η δουλειά γινόταν κάθε μέρα μέχρι να ικανοποιηθούν όλες οι θηλυκές.
Έλα όμως που οι συγχωριανοί του αγανάκτησαν με την ταρίφα και πήγανε στον δήμαρχο να διαμαρτυρηθούν. Εκείνος, μη θέλοντας να πάει κόντρα στη λαϊκή απαίτηση, τους υπόσχεται ότι θα αγοράσει με χρήματα του δήμου τον γάιδαρο, για να «βολεύονται» οι γαϊδούρες δωρεάν.
Πάει λοιπόν στον κτηνοτρόφο και του λέει:
– Πόσο τον πουλάς;
– Εκατό χιλιάρικα και είναι δικός σου τώρα δήμαρχε.
Του τα σκάει ο δήμαρχος, παίρνει το ζώο μαζί του και το πάει στην πλατεία. Εκεί χτίζει έναν μικρό στάβλο με όλα τα κομφόρ(κλιματισμό, τρεχούμενο νερό, φρέσκα λαχανικά να τρώει ο γάιδαρος και ιδιαίτερο μέρος για να γίνεται η… δουλειά).
Όλο χαρά οι χωρικοί αρπάζουν τις γαϊδούρες και βουρ στην πλατεία.
Ο γάιδαρος όμως σαν να είχε ξενερώσει λίγο και «βόλευε» μια θηλυκιά την ημέρα και αυτή με το ζόρι. Αγανακτισμένοι οι χωρικοί τρέχουν ξανά στον δήμαρχο για να του τα ψάλλουν και τον στέλνουν ξανά στον κτηνοτρόφο να ζητήσει εξηγήσεις.
– Καλά ρε αχαΐρευτε, του λέει, άλλον γάιδαρο μου πούλησες; Ο δικός σου τις κανόνιζε όλες μέχρι το μεσημέρι κι αυτός που μου έδωσες ούτε να του σηκωθεί!
– Δήμαρχε όλα κι όλα σε παρακαλώ. Ο ίδιος γάιδαρος είναι. Απλώς σε μένα για να φάει και να κοιμηθεί έπρεπε να δουλέψει. Τώρα που τον έβαλες στο δημόσιο, στα παπ… του όλα!»
[πηγή]