Βρίσκονται δύο φίλοι μετά από χρόνια: – …Και φέτος πέθανε και ο πατέρας μου, λέει ο ένας. – Σοβαρά; Εγώ τον θυμάμαι υγιέστατο! Τί έπαθε;
– Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρός και πέφτει μέσα στο τζάκι! – Ωχ! Και κάηκε ζωντανός; – Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι του! Αλλά από τον φόβο του κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρήνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν! – Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα. – Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που ειχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι! – Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε; – Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα. – Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό. – Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό. – Και έτσι πέθανε; – Όχι, όχι. Εγώ τον σκότωσα γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι ο κωλόγερος!