Ουκ ολίγες φορές έκοβα βόλτες στο σαλόνι κι έπαιζα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου, τι θα ήθελα να σου πω. Τι θα έπρεπε να είχα πει, τι θα μπορούσα να πω την επόμενη φορά που θα σε έβλεπα τυχαία στο δρόμο και θα έκανες, τάχα μου, πως περνάς ανέμελα κι άνετα δίπλα μου και να χαιρετάς σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Βλέπεις, την υποκρισία, εμείς, οι του ανθρώπινου είδους, την έχουμε στο DNA μας, κυλάει στο αίμα μας και θέλουμε-δε θέλουμε θα βγει. Είναι πασιφανές κάθε γαμημένη φορά που χαμογελάμε ευγενικά ο ένας στον άλλο και ρωτάμε, επίσης ευγενικά, λες και μας νοιάζει, λες και μας ένοιαζε ποτέ πραγματικά, τα νέα και τα παλιά. Γελάω σιωπηρά τις στιγμές που το αναλογίζομαι, γελάω με τις ώρες. Γελάω μαζί σου, γελάω μαζί μου, γελάω με την κατάντια μας.
Θες να με πεις μελό, θες ρομαντική, θες κολλημένη; Τα ξεπέρασα τα πορίσματα τέτοιου είδους, πλέον ούτε που με αγγίζουν. Θες να μου πεις πως όλοι αυτοί που παίρνουν το ρόλο του ψυχολόγου, δεν κάνει δέκα σβούρες το στομάχι τους μόλις συναντήσουν κάποιον σαν εσένα στο απέναντι πεζοδρόμιο;
Οι αναμνήσεις πάνε κι έρχονται, τα συναισθήματα δε λέει να μπουν στο off και δεν αισθάνομαι ενοχή για αυτό, αλίμονό μου αν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Αλίμονο σε αυτούς που προσποιούνται πως όλα κυλάνε ομαλά, όλα καλά, όλα ανθηρά. Ποιον κοροϊδεύεις;
Προσεύχομαι για μία και μοναδική φορά να ήμασταν ειλικρινείς. Να ήμασταν αυθεντικοί, να ήμασταν εμείς. Να λέγαμε καθετί που κρύβουμε σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μας, να μοιραζόμασταν κάθε ενδόμυχη σκέψη μας. Κι αυτό, ας γινόταν για μία μόνο φορά. Ας έφευγαν τα καταραμένα «γιατί» και τα «αν», μπας και το μέσα μας γνωρίσει την κάθαρση, μπας κι ησυχάσουμε.
Ανάθεμα τον εγωισμό που μάταια προσπαθούμε να κρατήσουμε μην και μας πουν κολλημένους, εύκολους ή αδύναμους. Τοποθετήσαμε το «εγώ» μας σε βάθρο, καθόμαστε και το κοιτάμε, φοβόμαστε μη μας το πάρουν όταν το βλέμμα μας θα γυρίσει απ’ την άλλη. Ακούμε λόγους περί έρωτος, περί ανέμων κι υδάτων, αισθανόμαστε καλύτερα με την «καθώς πρέπει» συμπεριφορά μας κι ονομάζουμε τους εαυτούς μας νικητές. Μωρό μου, τίποτα δεν είμαστε.
Τους βαρέθηκα τους καθωσπρεπισμούς και τις μαλακίες περί αξιοπρέπειας, ποτέ κανένα συναίσθημα που πηγάζει εκ των έσω δε γνώρισε από όρια ή φιλτραρισμένες λέξεις και συμπεριφορές. Το ξέρουν όλοι, το πιστεύουν όλοι κι άσε τους να διατυμπανίζουν την ανωτερότητά τους έναντι του κόσμου όλου.
Και για να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, την επόμενη φορά που θα σε συναντούσα, λίγο πριν σου πω πως όλα είναι καλά, ότι είμαι καθ’οδόν για τη δουλειά και πως κάνει κρύο σήμερα, θα σου έλεγα αυτά.
Μου λείπεις. Κάθε στιγμή που γελούσαμε παρέα. Κάθε λεπτό που αισθάνθηκα καλά κι η αιτία ήσουν εσύ. Μου λείπουν οι στιγμές που με έκανες να λησμονώ πως υπάρχουν προβλήματα και για λίγο ο κόσμος έμοιαζε ομορφότερος, λίγο πιο φωτεινός, ανάθεμά με, λίγο καλύτερος. Μου λείπει ο τρόπος που αντιμετώπιζες την καθημερινότητα, μοναδικός και ξεχωριστός.
Συγγνώμη. Ζητώ συγγνώμη για τα λάθη ή αν δεν υπήρξα σωστή. Ζητώ συγγνώμη για τις φορές που σε παραμέλησα και δεν το πήρα πρέφα κι ας μαρτυρούσε το βλέμμα σου την κούραση και την αγανάκτηση. Συγγνώμη για τις φορές που δεν ήμουν εκεί, αν και με χρειαζόσουν, για κάθε στιγμή που τα λόγια μου έκοβαν περισσότερο κι από μαχαίρι και δε μίλησες.
Σε σκέφτομαι συχνά. Είναι στιγμές που αναπολώ τις μέρες που δε χρειαζόταν να επικαλεστώ τη μοίρα για να σε δω. Αναλογίζομαι τα καλά, θλίβομαι με τα δυσάρεστα. Σκέφτομαι τι στράβωσε, τι κάναμε σωστά και χαμογελώ με τα τελευταία. Γνωρίζω καλά πως όπως και να ‘χει, δώσαμε και πήραμε, δοθήκαμε και μας δόθηκαν. Και, πίστεψέ με, είναι μια μνήμη που αξίζει να την επαναφέρω ενίοτε στο νου μου.
Περνάω απ’ τα μέρη που συχνάζεις. Είναι φορές που η περιέργεια νικάει την αυτοσυγκράτηση και μαρτυρά ένα συνεχή ενθουσιασμό για μια αναπάντεχη συνάντηση. Τι κι αν δεν έχουμε κάτι να πούμε, τι κι αν δεν είχαμε ποτέ. Πειράζει να σε δω;
Διαβάζω τα παλιά μας μηνύματα. Ανεξίτηλες λέξεις στο πέρας του χρόνου, ανεκτίμητο δικαίωμα κι ας το ταμπελώνουν με την εξάρτηση και το «δεν τον ξεπέρασες ακόμα». Μ’ αρέσει να διαβάζω τα «καλημέρα» κάθε πρωί, να περνάω ένα δεύτερο χέρι τα γλυκόλογα στις τρεις το ξημέρωμα και να ψάχνω το κατεβατό που εξηγούσες τι βρίσκεις σε μένα κι ας μου το ‘χες πεις χιλιάδες φορές. Το ρομάντζο δε χάθηκε επειδή χαθήκαμε.
Μου τη σπάει που δε μιλάμε. Κι ας λένε οι φίλοι κι οι γνωστοί πως θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Μάτια που δε βλέπονται. Εγώ τα δικά σου τα μάτια θέλω να τα βλέπω καμιά φορά, να πίνουμε κάνα καφέ, έτσι για τα μάτια του κόσμου, να γελάμε πού και πού. Δε χάθηκε κι ο κόσμος.
Ευχαριστώ. Για τα χαμόγελα, τα γέλια και τις αγκαλιές. Μα πάνω απ’ όλα σε ευχαριστώ για καθετί που πρόσφερες. Κι αν πρέπει να επιλέξω ένα πράγμα για να σου πω, σίγουρα αυτό το «ευχαριστώ» στο χρωστούσα.
Τουλάχιστον θα ξέρεις πως δεν κόλλησα ποτέ σε αυτά που θα ήθελα να ακούσεις μα σε αυτά που πρέπει να μάθεις κι ας με καθιστούν ευάλωτη μπρος στο μεγαλείο της ειλικρίνειας και της ψυχικής απογύμνωσης. Μόνο για το θάρρος της στιγμής τα δικαιούμαι τα εύσημα.