Ένας ιερέας πεθαίνει και βρίσκεται στην είσοδο του Παραδείσου.
Μπροστά του βρίσκεται ένας τύπος με μαύρο γυαλί , τζιν παντελόνι, φανταχτερό πουκάμισο και μυστήριο ύφος…
Έρχεται ο άγιος Πέτρος και ρωτάει τον πρώτο:
– Ποιος είσαι, τέκνο μου εσύ;
– Ο Μητσάρας να ‘ουμ’. 40 χρόνια ταξί, πρώτος στην πιάτσα Βαρδάρη-Λαχαναγορά, βασικά.
– Έλα, τέκνο μου, λέει ο άγιος Πέτρος. Πάρε αυτή τη μεταξωτή ρόμπα με τα χρυσά κοσμήματα και έλα στο βασίλειο των Ουρανών…
Ο Μήτσος περνάει λοιπόν στον Παράδεισο και έρχεται η σειρά του ιερέα.
– Είμαι ο πατήρ Ιωσήφ Αγγελίδης, 40 χρόνια στην ενορία της Ιεράς Μητροπόλεως άνω Παναγιάς.
– Πάρε, τέκνων μου, λέει ο άγιος Πέτρος, αυτή τη βαμβακερή ρόμπα και προχώρησε κι εσύ στο Βασίλειο των Ουρανών.
– Μα γιατί, απορεί ο ιερωμένος. Γιατί μετάξια και χρυσάφια στον ταξιτζή και σε μένα ένα απλό βαμβακερό;
– Κοίταξε τέκνων μου, του λέει ο άγιος Πέτρος. Σε μας εδώ μετράει το αποτέλεσμα. Όταν εσύ κήρυττες, το ποίμνιο κοιμόταν. Όταν οδηγούσε ο Μήτσος όμως, οι επιβάτες έκαναν την προσευχή τους.
BONUS ANEKDOTA
Ένας Κρητικός κάθεται στο λιμάνι και περιμένει το πλοίο, που θα τον πάει
στον Πειραιά. Είναι εκνευρισμένος γιατί το πλοίο αργεί να έρθει.
Πάνω στα νεύρα του, αρχίζει και κλωτσάει ότι βρίσκει μπροστά του.
Ξαφνικά κλωτσάει ένα λυχνάρι. Το λυχνάρι χτυπάει σε μια πέτρα, σκάει και βγαίνει
ένα τζίνι.
Tο Τζίνι βλέπει τον Κρητικό και του λέει:
– Ευχαριστώ αφέντη μου με γλίτωσες. Ήμουν τόσα χρόνια κλεισμένος εκεί
μέσα… πες μου τώρα τη χάρη θέλεις να σου κάνω και θα σου τη κάνω για
να είμαστε πάτσι…
– θέλω του λέει ο κρητικός να φτιάξεις ένα δρόμο από το Ηράκλειο μέχρι
τον Πειραιά, να πηγαίνω με το αυτοκίνητο μου!
– Δεν γίνεται του λέει το τζίνι, αυτό που ζητάς είναι τρομερά δύσκολο
ακόμα και για ένα Τζίνι. Θέλει χιλιάδες τόνους άμμου, εκατοντάδες
εργολάβους, τεχνικούς, χιλιάδες εργάτες, και ας μη σου αναφέρω τα
μπλεξίματα με τις κακοτεχνίες, τα φακελάκια, τα ΙΚΑ Μίκα σύκα και όλες
τις άδειες…. Σκέψου κάτι λίγο πιο εύκολο
Πράγματι…σκέφτεται ο κρητικός και του λέει:
– θέλω να κάνεις την γυναίκα μου να με καταλαβαίνει…
Kαι τότε το τζίνι του λέει:
– Από που είπες ότι θες να ξεκινήσει ο δρόμος;