Πεθαίνει ένας χασικλής και πάει στην κόλαση. Δεν ήταν όμως έτσι όπως την είχε φανταστεί, αλλά ένας μακρύς και περίεργος διάδρομος γεμάτος πόρτες. Κοιτάει την πρώτη πόρτα και έγραφε πάνω: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΕΚΒΙΑΣΤΕΣ».
– Χριστέ μου, τι με περιμένει; αναρωτήθηκε. Πάει παρακάτω και βλέπει μια άλλη πόρτα που έγραφε: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ».
– Θεέ μου, συγχώρα με, πού ήρθα; Στο τέλος του διαδρόμου περνώντας πολλές πόρτες, βλέπει μια που έγραφε: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ».
Αρχίζει να ιδρώνει από αγωνία. Ανοίγει την πόρτα και τι βλέπει; Τεράστιες ποσότητες χασισιού. Δεν πιστεύει στα μάτια του ο χασικλής. Η τύχη του ήταν βουνό. Πάνω σε ένα βουνό από χασίς καθόταν ένας τύπος ατάραχος και «έστριβε» τσιγαριλίκια. Τον πλησιάζει διστακτικά και του λέει:
– Ρε φιλαράκο, να πάρω λίγο χόρτο για να στρίψω και εγώ ένα τσιγάρο;
– Και το ρωτάς; Πάρε, του λέει αδιάφορα. Αφού στρίβει το πρώτο τσιγάρο ο χασικλής, μετά από λίγη ώρα του ξαναλέει:
– Ξέρεις, να πάρω λίγο παραπάνω, για να έχω και για το βράδυ να στρίβω τσιγαριλίκια;
– Άκου, λέει. Όλα αυτά δικά μας είναι, ξέρεις. Πάρε χωρίς να ντρέπεσαι.
Παίρνει μπόλικο χόρτο και στρίβει καμιά δεκαριά τσιγάρα. Χωρίς να το σκεφτεί ξαναρωτάει τον τύπο:
– Μήπως έχεις μια φωτιά για να ανάψω τα τσιγάρα;
Τον κοιτάζει περίεργα ο άλλος και του λέει:
– Ρε φίλε, αν είχαμε και φωτιά εδώ μέσα, θα ήταν παράδεισος !!!