Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα
Η ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Φθίας (η σημερινή ανατολική Φθιώτιδα) φιλοξενούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, τον περίφημο πολεμικό λαό των Μυρμιδόνων και αποτελούσε πατρίδα του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο ημίθεος Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες του πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 50 πλοία και διέπρεψαν με τα στρατιωτικά ανδραγαθήματά τους και τον απαράμιλλο ηρωισμό τους στη μάχη. Ένας στρατός που λειτούργησε άψογα ως επίλεκτο σώμα δηλαδή, καθώς οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν υπόδειγμα πολεμιστή στην αρχαία Ελλάδα αλλά και άνθρωποι υπερήφανοι που η λέξη «ήττα» δεν περιλαμβανόταν στο λεξιλόγιό τους.
Οι ηρωικοί τους άθλοι προκάλεσαν τον θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλνοντας μυριάδες στον άλλο κόσμο: στα πρώτα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας λεηλάτησε με τους Μυρμιδόνες του 11 πολιτείες γύρω από την Τροία και 12 σε γειτονικά νησιά, παραδίδοντας μάλιστα όλα τα λάφυρα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα. Αν πιστέψουμε το ομηρικό έπος, κανείς από τους Αχαιούς δεν προκάλεσε μεγαλύτερες απώλειες αλλά και τρόμο ανείπωτο στους Τρώες από τον Αχιλλέα και το επίλεκτο στράτευμά του.
Η Σπαρτιατική Φάλαγγα
Ήταν η πόλη του Λυκούργου, ειδικά μετά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους, που καθόρισε τον τρόπο «επιστημονικής» διεξαγωγής του πολέμου, αναγορεύοντας τη μάχη σε υπέρτατη πολεμική τέχνη. Η Σπάρτη δημιούργησε τον πρώτο τακτικό στρατό του αρχαίου κόσμου, έναν στρατό επαγγελματικό μεν, αλλά χωρίς μισθό, στον οποίο ο πολίτης ήταν διά βίου (μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του) και για όλο το διάστημα της ημέρας οπλίτης. Η αξιοθαύμαστη δομή του σπαρτιατικού στρατού, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε ως κύριο σώμα μάχης τη λακωνική φάλαγγα, ενώ ο βασικός πυρήνας του αποτελούνταν από άντρες που ήταν στενά δεμένοι μεταξύ τους με όρκο.
Οι οπλίτες της λακωνικής φάλαγγας φορούσαν ερυθρά χλαίνη -για να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους κατά τον τραυματισμό-, κρατούσαν χάλκινη ασπίδα μεγάλου μεγέθους (με σήμα ένα τεράστιο κεφαλαίο «Λ») και πολεμούσαν με δόρυ 3-4 μέτρων. Για τις μάχες σώμα με σώμα (εκ του συστάδην) χρησιμοποιούσαν τα ειδικής κατασκευής λακωνικά ξίφη τους. Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν συγχωρούσε εκείνους που έδειχναν δειλία προ του εχθρού: ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες» (τρέμοντες) και τόσο οι ίδιοι οι «ριψασπίδες» όσο και οι οικογένειές τους δεν είχαν πλέον καμία υπόληψη στην πόλη.
Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) είναι που έκανε τον στρατό τους πανίσχυρο, αφού στην αρχαία Σπάρτη δεν ήταν αξιοσημείωτο το να είναι αλλά το να μην είναι κανείς γενναίος. Βέβαια, παρά το αξιόμαχο του συνόλου του σπαρτιατικού στρατεύματος, υπήρχε ωστόσο ένα επίλεκτο τμήμα 300 ανδρών, οι περίφημοι «Ιππείς», το οποίο συγκροτούσαν οι καλύτεροι σπαρτιάτες «Όμοιοι» πολεμιστές, δηλαδή οι καλύτεροι των καλυτέρων! Αυτοί είχαν την τιμή να πολεμούν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον βασιλιά τους. Οι «Ιππείς» δεν είχαν καμιά διαφορά στον τρόπο μάχης από τον υπόλοιπο στρατό των Λακεδαιμονίων, καθώς σχημάτιζαν κι αυτοί φάλαγγες. Αν και ονομάζονταν «Ιππείς», ήταν στην πραγματικότητα πεζοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δράσης των «Ιππέων» ήταν η μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο Λεωνίδας ηγούνταν αυτού ακριβώς του τμήματος.
Ιερός Λόχος Θηβών
Ο Ιερός Λόχος των Θηβών ήταν μια από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες που έδρασαν ποτέ στην αρχαία Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 379 π.Χ. από τον Γοργίδα, σε μια εποχή που η Θήβα είχε αποτινάξει τον σπαρτιατικό ζυγό. Ο λόχος απαρτιζόταν από 300 άνδρες, από τους πλέον εξέχοντες νέους της πόλης στις αθλοπαιδιές και ειδικά στην πάλη. Είχαν όλοι τους αριστοκρατική καταγωγή και ήταν προσεκτικά διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του λόχου αδιάσπαστες. Η εντατική εκπαίδευση και οι συχνές μάχες τους, με δημόσια δαπάνη, έκαναν τον λόχο φόβητρο ξακουστό.
Οι μεγαλύτερες στιγμές του λόχου σημειώθηκαν υπό τις διαταγές του Πελοπίδα, καθώς παρέμεινε αήττητος για 35 ολόκληρα χρόνια σφοδρών συγκρούσεων, ενώ καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, το οποίο διοικούσε πλέον ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος. Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Ιερός Λόχος των Θηβών ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, αν και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μαρτυρεί ωστόσο την ύπαρξη του Ιερού Λόχου ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου.
Το Αθηναϊκό Ναυτικό
Μέχρι το 490 π.Χ., η μετέπειτα θαλασσοκράτειρα Αθήνα διέθετε μεν στόλο, την ανταγωνίζονταν ωστόσο στη θάλασσα στα ίσα τόσο οι Μεγαρείς όσο και οι Κορίνθιοι. Τη χρησιμότητα ισχυρού στόλου την αντιλήφθηκε πρώτος ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και έπεισε τους Αθηναίους να αναλάβουν τις σχετικές δαπάνες. Για την επάνδρωση των πλοίων πολλοί οπλίτες αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε ναύτες, κατηγορώντας τον Θεμιστοκλή ότι μετέτρεψε τους αριστοκράτες από ευγενείς πολεμιστές σε κωπηλάτες.
Το 480 π.Χ. ωστόσο, κατά την εισβολή των Περσών, η Αθήνα μπορούσε να αντιπαρατάξει 200 ετοιμοπόλεμες τριήρεις και να νικήσει τους Πέρσες κατά κράτος στη θάλασσα. Μετά την ήττα των Περσών, η Αθήνα είχε ήδη μετατραπεί σε σημαντική ναυτική δύναμη, ενώ με τους φόρους επί των συμμάχων της κατάφερε να αυξήσει κι άλλο τον στόλο της σε 400 τριήρεις. Η αθηναϊκή θαλασσοκρατορία ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη και το ναυτικό της ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατιωτικού δυναμικού της! Από τότε ως και τον θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), η Αθήνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας.
Η Μακεδονική Φάλαγγα
Την ώρα που το ιππικό που συντρόφευε τον μέγα στρατηλάτη Αλέξανδρο ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατού του, η τιμή οφείλει να πάει στον τρόπο παράταξης της μακεδονικής φάλαγγας, που μεταμορφώθηκε έτσι σε ένα από τα πλέον αξιόμαχα στρατεύματα του αρχαίου κόσμου! Ο χαρακτηριστικός τρόπος παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των επιγόνων του Αλεξάνδρου, ήταν και ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός στρατιωτικά σχηματισμός της αρχαιότητας. Η μακεδονική φάλαγγα, στην πλήρη ανάπτυξή της, αποδίδεται στον Μέγα Αλέξανδρο, η μεταρρύθμιση πάντως της οπλιτικής φάλαγγας στην περίφημη μακεδονική συντελέστηκε από τον Φίλιππο Β’.
Η φάλαγγα αποτελούταν από ελεύθερους επαγγελματίες της Μακεδονίας, από μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστούς των πόλεων, ενώ η προέλευση κάθε τάξης στη φάλαγγα από συγκεκριμένη περιοχή συνέβαλε στο να σφυρηλατείται το ομαδικό πνεύμα και να εξασφαλίζεται έτσι η καλύτερη απόδοση του σώματος. Υπό τη διοίκηση λοιπόν του Φιλίππου Β’ και μετέπειτα του γιου του Αλεξάνδρου, η Μακεδονική Φάλαγγα έγινε πανίσχυρος σχηματισμός, με ακρογωνιαίο λίθο της πολεμικής της τακτικής την περίφημη σάρισα: η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί κατά μέτωπο. Το μακεδονικό υπερόπλο έδωσε στον Αλέξανδρο την υπεροχή στην εκστρατεία του στα πέρατα της οικουμένης.
Οι Αθάνατοι της Περσικής Αυτοκρατορίας
Περιγράφοντας τον πανίσχυρο στρατό των Περσών, ο ιστορικός Ηρόδοτος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα ελίτ τάγμα που ονόμασε «Αθάνατοι» και αποτελούταν από 10.000 στρατιώτες. Κι ενώ ο περσικός στρατός ήταν ένα συνονθύλευμα εθνών και φυλών, οι Αθάνατοι κατάγονταν όλοι από τις κεντρικές επαρχίες της χώρας. Ντυμένοι με πολύχρωμα ενδύματα, που έκρυβαν τη θωράκισή τους, οι Αθάνατοι ήταν εφοδιασμένοι με τόξα και ξίφη, ενώ τέτοια ήταν η φήμη και τα προνόμια που απολάμβαναν ώστε να εκστρατεύουν με ομάδα από μάγειρες και παλλακίδες. Χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο σάχης του Ιράν, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει το ένδοξο παρελθόν, ονόμασε τη δική του ελίτ στρατιωτική μονάδα «Javidan» («Αθάνατοι»).
Η Ρωμαϊκή Πραιτοριανή Φρουρά
Την ώρα που η πανίσχυρη ρωμαϊκή λεγεώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίλεκτο σώμα της εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα της σπαρτιατικής και μακεδονικής φάλαγγας, εδώ θα μιλήσουμε μόνο για την Πραιτοριανή Φρουρά, καθώς δεν είναι και πολύ συχνό το φαινόμενο ένα ελίτ τάγμα να γίνεται παντοδύναμο, να ξεκόβεται από τη στρατιωτική πεπατημένη και να αναλαμβάνει ρόλους πολύ μεγαλύτερους από αυτούς για τους οποίους φτιάχνεται. Ορόσημο στέκει εδώ η αυτοκρατορική φρουρά του Ρωμαίου ηγεμόνα, οι φοβεροί και τρομεροί Πραίτορες, οι οποίοι από την αρχή σχεδόν της ίδρυσής τους ως αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες διαδραμάτισαν κεφαλαιώδη ρόλο στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Η αυτοκρατορική φρουρά ήταν σχεδόν αδιαχώριστη από τον όλο κρατικό μηχανισμό και δεν ήταν σπάνιο να ανεβάζει και να κατεβάζει αυτοκράτορες (όπως τη δολοφονία του Καλιγούλα), για τέτοια δύναμη μιλάμε. Από την ίδρυσή της το 27 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι και την οριστική της διάλυση το 312 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο, η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν το επίλεκτο σώμα των ρωμαϊκών δυνάμεων. Το σώμα αποτελούταν από 9 κοόρτεις (αργότερα έγιναν 10) των 1.000 αντρών η καθεμία. Όλα τα μέλη του ήταν ιταλοί εθελοντές, η δε αμοιβή τους ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από τις απολαβές ενός λεγεωνάριου. Ο Τιβέριος κράτησε το επίλεκτο σώμα συγκεντρωμένο στη Ρώμη χτίζοντας οχυρωμένους στρατώνες στα τείχη της πόλης και παρέχοντάς του ακόμα πιο αυξημένες αρμοδιότητες.
Μολονότι κάποιες από τις κοόρτεις μπορεί να στέλνονταν σε ξένες χώρες, τρεις ήταν πάντοτε εγκατεστημένες στη Ρώμη και μία από αυτές κατέλυε σε ειδικούς στρατώνες που επικοινωνούσαν απευθείας με το ανάκτορο του αυτοκράτορα. Εφόσον η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν βασικά το μοναδικό μόνιμο στρατιωτικό σώμα στην Ιταλία, κατέληξε να αποτελεί ισχυρή πολιτική δύναμη όσον αφορά στην υποστήριξη ή την ανατροπή του αυτοκράτορα. Με τον καιρό, το μέγεθος και η σύσταση της Πραιτοριανής Φρουράς άλλαξαν και πλέον γίνονταν δεκτοί σε αυτή ακόμη και άντρες από τις επαρχίες, παραμένοντας πάντα το πλέον αξιόμαχο ρωμαϊκό σώμα.
Η Βυζαντινή Βαράγγια Φρουρά
Την ώρα που ο πανίσχυρος βυζαντινός στρατός χρησιμοποιούσε πολλές μισθοφορικές εθνοτικές ομάδες, με πολλές από αυτές να λειτουργούν ως ειδικά επίλεκτα σώματα, και μια σειρά ακόμα από τάγματα να μεταμορφώνονται σε ελίτ προσωπικές φρουρές του αυτοκράτορα και των συγκλητικών οίκων του Βυζαντίου (όπως οι εξκουβίτορες και οι βουκελάριοι), ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στους θρυλικούς Βάραγγους, απογόνους των πρώτων Βίκινγκς που κατοικούσαν σε οικισμούς της σημερινής Ουκρανίας, Ρωσίας και Λευκορωσίας και ο πρίγκιπας του Κιέβου, Βλαδίμηρος Α’, έστειλε ως δώρο στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ περί το 988 μ.Χ. Η αγριότητα και η απαράμιλλη ανδρεία τους στη μάχη οδήγησαν τους βάραγγους μισθοφόρους να ενταχθούν στις τάξεις των πλέον παντοδύναμων στρατών της Μεσογείου.
Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Βασίλειος Β’ σχημάτισε την επίλεκτη βασιλική του φρουρά αποκλειστικά από Βάραγγους, καθώς φοβόταν τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της αυλής του. Για τους επόμενους δύο αιώνες, η Βαράγγια Φρουρά θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της αυτοκρατορίας, επεμβαίνοντας σε διαμάχες και επιβάλλοντας τον νόμο. Το επίλεκτο σώμα των Βάραγγων ξεθώριασε με την παρακμή του Βυζαντίου, όμοια με τους Πραιτοριανούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού έδωσαν βέβαια ένα καλό μάθημα στους Σταυροφόρους που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204.
Οι Κατάφρακτοι
Ο ελληνικός και αργότερα ρωμαϊκός όρος «κατάφρακτος» αναφερόταν στο πολύ καλά θωρακισμένο και πάνοπλο ιππικό που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της Ανατολής, όπως οι Πέρσες, οι Πάρθοι, οι Σασανίδες κ.λπ. Η ολόσωμη θωράκιση τόσο του αλόγου όσο και του ιππέα έκαναν το ιδιαίτερο αυτό σώμα ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο πεδίο της μάχης, τόσο μάλιστα που σύντομα Ρωμαίοι και Βυζαντινοί θα το υιοθετούσαν στις πολεμικές τους μηχανές.
Σασσανίδες: Κλιβανάριος δεξιά κατάφρακτος
Από ανασκαφές στην Κεντρική Ασία, ξέρουμε σήμερα ότι οι παλιότερες εκδοχές των κατάφρακτων όργωναν τις στέπες της Ασίας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., αν και με τη μορφή του πάνοπλου και θωρακισμένου μέχρι τα νύχια έφιππου πολεμιστή που τους ξέρουμε θα έπρεπε να περιμένουμε μερικούς ακόμα αιώνες για να εμφανιστούν. Ασσύριοι, Πέρσες και ιδιαίτερα οι Αχαιμενίδες χρησιμοποιούσαν για αιώνες το επίλεκτο σώμα, πριν οι επίγονοι του Αλεξάνδρου και ειδικά οι Σελευκίδες το εισάγουν στον στρατό τους.
Δεξιά κατάφρακτοι του στρατού των Σελευκιδών
Ο βασιλιάς των Σελευκιδών, Αντίοχος Γ’ ο Μέγας, θεωρείται ο πρώτος που οργάνωσε τάγματα στα πρότυπα του ανατολίτη κατάφρακτου και αυτά πήραν στα σίγουρα μέρος στις μάχες κατά των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων περί τα 200-180 π.Χ. Κι έτσι πέρασαν αργότερα στο ρωμαϊκό στράτευμα, το οποίο επιζητούσε να εντάξει τα καλύτερα ξένα στοιχεία στην πολεμική του μηχανή, με τους πρώτους ρωμαίους κατάφρακτους να εμφανίζονται πλάι στις λεγεώνες κάπου δύο αιώνες αργότερα.
Κι έτσι οι Πέρσες, Σκύθες και Πάρθες κατάφρακτοι έφτασαν μέχρι και τη Ανατολική Ρωμαϊκή (βυζαντινή) αυτοκρατορία ακόμα, πριν μετατραπούν στον κλασικό ιππότη της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Κατάφρακτοι του ρωμέϊκου «Βυζαντινού» στρατού
Από τους Βασιλικούς Κατάφρακτους των Περσών μέχρι και τους βυζαντινούς αντίστοιχούς τους, ο περίφημος ιππέας ήταν πάντα τρομερός και πειθαρχημένος πολεμιστής, αν και σαφώς λιγότερο ευέλικτος από τους άλλους ιππείς. Στο Βυζάντιο γνώρισαν ιδιαίτερη δόξα πλάι στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, καθώς πλέον ένα ακόμα πιο βαριά οπλισμένο σώμα κατάφρακτων είχε εμφανιστεί, οι διαβόητοι Κλιβανοφόροι.
Οι Ασασίνοι
Στον 12ο και 13ο αιώνα, μια αποσχισθείσα σέχτα Νιζαριτών Ισμαηλιτών βρήκε την πολιτική και στρατιωτική φωνή της στους Ασασίνους. Καθώς η Μέση Ανατολή συνταρασσόταν από τις Σταυροφορίες και τις εισβολές των Σελτζούκων πολεμάρχων, οι Ασασίνοι (το όνομα των οποίων φημολογείται ότι προέρχεται από την τάση του τάγματος να εντρυφάτε στο χασίς, αν πιστέψουμε τουλάχιστον τους Σταυροφόρους) ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τους χριστιανούς κατακτητές και τις τουρκικές δυναστείες, θεωρώντας τους σουνίτες χαλίφηδες ακόμα χειρότερους και από τους χριστιανούς εισβολείς.
Ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, που ίδρυσε το τάγμα των Ασασίνων κάποια στιγμή του 11ου αιώνα στο μακρινό Ιράν, οδήγησε τους ακολούθους του στη σημερινή βορειοδυτική Συρία. Οι Ασασίνοι έφτιαξαν κάποια στιγμή και δικό τους βασίλειο πάνω στα βουνά. Το τάγμα ήταν πρακτικά ανίκητο, ενώ ο χειρισμός του γιαταγανιού έμεινε στην Ιστορία. Οι Ασασίνοι ήταν τόσο έμπειροι και επιδέξιοι στον ανταρτοπόλεμο και τις πολιτικές δολοφονίες των αντιπάλων τους, που η αγγλική λέξη για τον δολοφόνο «assassin» έλκει την καταγωγή της από το περίφημο τάγμα των Ασασίνων.
Το σιιτικό στρατιωτικό-θρησκευτικό τάγμα με τις τόσες πολιτικές δολοφονίες στη φαρέτρα του σκόρπισε τον τρόπο στη Μέση Ανατολή για τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, μέχρι να το διαλύσουν οι μογγολικές ορδές στα ορμητήριά του στην Περσία και οι Μαμελούκοι στα εναπομείναντα κάστρα του στη Μέση Ανατολή (γύρω στο 1265 μ.Χ.).
[via]