Στη «μισή σταγόνα και κάτι ψιλά» ήταν αφιερωμένο το άρθρο της Έλενας Ακρίτα στα «Νέα Σαββατοκύριακο» που περιγράφει τι γίνεται στους δρόμους του Λεκανοπεδίου με μόλις …δύο σταγόνες και την αγανάκτηση που νιώθουν όσοι βρίσκονται στο τιμόνι!
«(…) Παραλύει μια πόλη ολόκληρη. Διότι στον κατακλυσμό να το καταλάβω αλλά με το κάτουρο; Δηλαδή πως την έχουν δει αυτοί οι άνθρωποι, φθινοπωριάζει και δεν θα βρέξει; Δεν θα πάρουν ένα μέτρο, ένα, ΕΝΑ; Να σουλουπώσουν κάνα φανάρι, να ξεβουλώσουν κάνα λούκι; Τι είναι η βροχή το χειμώνα; Το αναπάντεχο; Το ασύλληπτο; Το αεροπλάνο στους δίδυμους πύργους; Για βροχούλα του Θεού μιλάμε, πώς τους διακατέχει αυτό το άναυδο; Αυτό το σουρπρίζ από πού τους προκύπτει;»
Ολόκληρο το κέιμενο:
Βρέχει. Καταρρακτωδώς, το είπε και η τηλεόραση. Θεομηνία, καταιγίδα, αστραπόβροντα, πλημμύρες και κατακλυσμοί, ποτάμια οι δρόμοι, προς Θεού μη βγείτε από το σπίτι σας. Μέσα να κάτσετε, το είπε και η τηλεόραση. Μέσα ούτε για κατούρημα μη σηκωθείτε απ’ τον καναπέ, δεν δώσαμε εμείς ένα σκασμό λεφτά στους τούρκους παραγωγούς για να βλέπουμε τα ριάλιτι μόνοι μας.
Όντως βρέχει. Το τίποτα. Το τσούρου τσούρου της θλίψεως. Μια σταγόνα εδώ, μια σταγόνα εκεί, ένα λασπουριό αραιό σαν ξεδοντιασμένη βούρτσα, ένα πράμα χαζό τελείως. Κι όμως έχει παραλύσει το σύμπαν.
«Δυο ώρες, κυρία μου» βόγκηξε ο ταξιτζής. «Περιστέρι – Χαλάνδρι, δυο ώρες στο νερό. Ποιο νερό δηλαδή δυο σταγόνες σκάρτα. Δυο. Μετρημένες. Μια στην Ηλιούπολη, μια στο Χαλάνδρι. Δύο σταγόνες, δυο ώρες. Ώρα και σταγόνα.»
Νέα Ιωνία. Κασταμονής και Αλαμάνας γωνία. Είμαι μέσα στο ταξί στο οποίο προβλέπεται να περάσω τα υπόλοιπα χρόνια του βίου μου. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Ώρες τώρα αυτό έξω απ’ τον Βασιλόπουλο. Ρώτα με ότι θέλεις για τις προσφορές αυτής της εβδομάδας, όλα τα δυο συν σερβιέτες, κρασιά, ξεβουλωτικά τα πάντα, ρώτα με μη με φοβάσαι το ‘χω.
«Έχει κίνηση ε;» λέω στον άνθρωπο για να πω κάτι. Διότι αφού θα περάσουμε μαζί την τα υπόλοιπη ζωή μας, τουλάχιστον να γνωριστούμε στοιχειωδώς.
«Ναι μάθαμε τώρα έχει κίνηση κι έχει κίνηση. Τι λέτε μαντάμ, τι κίνηση ακούνητοι είμαστε. Κίνηση ίσον κίνηση. Κάτι κινείται. Κάτι ξεκινάει από εδώ και καταλήγει εκεί. Από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα. Από το άλφα στο άλφα, δεν είναι κίνηση, νεύρωση στομάχου είναι κι απαγορέψανε και τα ζαντάκ οι αλήτες.»
«Εκεί μάς καταντήσανε»
«Δυο ώρες Περιστέρι – Χαλάνδρι, ανάψανε οι μηχανές. Την Ευελπίδων ξέχνα την. Κατεχάκη ούτε για πλάκα. Περιφερειακό ούτε να τον βάλεις στο στόμα σου. Αλάλιασα μαντάμ, πάνω κάτω ένας τρελός, δεν επικοινωνώ πλέον, ξέχασα από πού ξεκίνησα και που πάω.»
«Και πού πηγαίνατε τελικώς, μάθαμε;»
«Κάπου προς βόρεια προάστια μου ‘ρχότανε σαν όραμα, έτσι στο φλου. Τώρα πού ακριβώς Μαρούσι, Μελίσσια, Βριλήσσια, θα σας γελάσω. Πήρα τη γυναίκα μου στο κινητό. Δήμητρα, της λέω, μήπως θυμάσαι όταν ξεκίνησα για πού ξεκίνησα; Χαλάνδρι, μου λέει η Δήμητρα. Να πάρεις πελάτισσα για Νέα Ερυθραία, μου λέει. Τέρας. Τέρας μνήμης αυτή η γυναίκα. Καλά που την παντρεύτηκα. Χωρίς τη Δήμητρα, κούρσα δεν θα σταύρωνα. Κι όλα αυτά για δυο σταγόνες. ΔΥΟ»
«Ένα δίκιο έχετε»
«ΔΥΟ. Μια Ηλιούπολη, μια Χαλάνδρι, ΔΥΟ, γαμώ τα ζαντάκ μου και παραλύει μια πόλη ολόκληρη. Διότι στον κατακλυσμό να το καταλάβω αλλά με το κάτουρο; Δηλαδή πως την έχουν δει αυτοί οι άνθρωποι, φθινοπωριάζει και δεν θα βρέξει; Δεν θα πάρουν ένα μέτρο, ένα, ΕΝΑ; Να σουλουπώσουν κάνα φανάρι, να ξεβουλώσουν κάνα λούκι; Τι είναι η βροχή το χειμώνα; Το αναπάντεχο; Το ασύλληπτο; Το αεροπλάνο στους δίδυμους πύργους; Για βροχούλα του Θεού μιλάμε, πώς τους διακατέχει αυτό το άναυδο; Αυτό το σουρπρίζ από πού τους προκύπτει;»
«Συγγνώμη, μήπως εσείς από κει διακρίνετε αν η φαρίνα στο Βασιλόπουλο είναι σε προσφορά;»
«Δεν πετάγεστε μέσα λέω ‘γω να πάρετε ξηρά τροφή γιατί δεν μας βλέπω καλά; Καμιά σοκολατίτσα, τίποτα ξηρό καρπό, παξιμάδι αν βρείτε καλό και δυο παγούρια με νεράκι. Με την ησυχία σας. Μην το βιαστείτε. Όση ώρα και να κάνετε, μπείτε, βγείτε, εδώ θα με βρείτε. Εδώ ακούνητο. Στο φανάρι του Φάρου θα σας περιμένω. Στο φανάρι θα μείνουμε, εδώ θα ξημερωθούμε. Να ‘χουμε, τουλάχιστον, κάτι να μασουλάμε.»
«Να πάρω και σαρδελίτσα για τη λιγούρα;»
«Και δεν παίρνετε θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε δεν το συζητώ. Αχ, κυρία μου, οχτώ χρονών παιδί έχω. Οχτώ χρονών παιδάκι κι έτσι που πάμε θα το ξαναδώ στην Κόρινθο.»
«Γιατί ειδικά στην Κόρινθο;»
«Φαντάρο, μαντάμ. Φαντάρο.»