Μπαίνει ο Μήτσος σε ένα λεωφορείο και κάθεται δίπλα σε μια μαυροφορεμένη χήρα με μαύρο μαντήλι που καλύπτει το κεφάλι της.
Την κοιτάζει και της ζητάει να βγουν ραντεβού και να το κάνουν.
H χήρα αρνείται με σκυμμένο το κεφάλι και κατεβαίνει στην επόμενη στάση.
Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο, ο οδηγός λέει στον Μήτσο:
«Ξέρω έναν τρόπο για να κάνεις την χήρα να δεχτεί να το κάνετε.»
Ο Μήτσος ενθουσιάζεται και τον ακούει με προσοχή.
«Κάθε Τετάρτη βράδυ, η χήρα πηγαίνει στο νεκροταφείο και κάθεται για ώρες σκυμμένη πάνω από τον τάφο του άντρα της. Μπορείς να πας εκεί δήθεν τυχαία και να την παρηγορήσεις. Εκείνη θα είναι ευάλωτη και θα σου κάτσει σίγουρα. Πρέπει να φοράς όμως κι εσύ μια μαύρη στολή με κουκούλα ώστε να μην σε αναγνωρίσει μέσα στη νύχτα.»
Ο Μήτσος πηγαίνει στο νεκροταφείο με την κατάλληλη ενδυμασία που του είπε ο οδηγός και τη βλέπει να κοιτάει προς τα κάτω στην ταφόπλακα.
Την πλησιάζει κι αρχίζει να της λέει λόγια παρηγοριάς και της ζητάει μετά από ώρα να το κάνουν.
Εκείνη χωρίς να γυρίσει καν να τον κοιτάξει, δέχεται αλλά του ζητάει να το κάνουν μόνο από πίσω γιατί έχει το πένθος.
Ο Μήτσος συμφωνεί και ξεκινάει τη φάση.
Μόλις τελειώνουν, βγάζει ο Μήτσος την κουκούλα και της λέει:
«Χαχα! Είμαι ο Μήτσος από το λεωφορείο!»
Η χήρα βγάζει κι εκείνη το δικό της μαύρο μαντήλι, γυρίζει και του λέει:
«Χαχα! Είμαι ο οδηγός!»