Στον έλεγχο αποσκευών από Νέα Υόρκη προς Αθήνα, μια κυρία περιμένει στην ουρά πίσω από έναν παπά.
-Πάτερ, μπορώ να σας πω;
-Τι είναι τέκνο μου;
-Ξέρετε, έχω αγοράσει ένα επαγγελματικό σεσουάρ για τα μαλλιά μου και φοβάμαι ότι θα με αναγκάσουν να πληρώσω τέλος εισαγωγής γιατί η αξία του είναι κάπως μεγάλη.
-Κι εγώ τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό;
-Μήπως μπορείτε να το κρύψετε κάπου στα ράσα σας; Εσείς είστε ιερωμένος, δεν πρόκειται να σας κάνουν έλεγχο.
-Μα τι λες, τέκνον μου; Μπορώ εγώ να παρανομήσω;
-Μα δε θα παρανομήσετε. Απλά εκμεταλλευόμαστε λίγο το γεγονός ότι δε θα σας ψάξουν!
-Κι αν με ψάξουν;
-Ε, πείτε ένα ψεματάκι!
-Συγνώμη τέκνον μου, ψέματα εγώ δε λέω!
-Καλά, τέλος πάντων, είμαι σίγουρη ότι κάτι θα σκεφτείτε. Κι αν δεν τα καταφέρουμε, πληρώνω το τέλος στην …τελική (-:
Ο παπάς το σκέφτεται λίγο και δέχεται.
Όταν έρχεται λοιπόν η σειρά του να περάσει από τον έλεγχο, γίνεται ο εξής διάλογος:
-Έχετε να δηλώσετε τίποτα, πάτερ;
-Από τη μέση και πάνω όχι, τέκνο μου!
-Ε; Γιατί, από τη μέση και κάτω δηλαδή;
-Ομολογώ ότι κουβαλάω ένα υπέροχο εργαλείο που σχεδιάστηκε για τις γυναίκες. Δυστυχώς είναι ακόμα αχρησιμοποίητο!
Ο υπάλληλος χαμογελάει και τον αφήνει να περάσει.