Η αναμενόμενη απόδοση της καλοκαιρινής μαύρης τρούφας είναι 5-15 κιλά ανά στρέμμα, ενώ της χειμερινής μαύρης τρούφας είναι 2-10 κιλά ανά στρέμμα
Τρούφα, ο κρυμμένος θησαυρός της γης. Αξιοποιεί άγονες εκτάσεις, απαιτεί ελάχιστες ποσότητες νερού και η αξία της ανταγωνίζεται το χαβιάρι.
Η ενασχόληση με την καλλιέργεια της τρούφας υλοποιείται με πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, δεν έχει πάγια έξοδα και μπορεί να εξασφαλίσει ελκυστικό εισόδημα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αμέτρητα ανεκμετάλλευτα αγροτεμάχια, επειδή οι κάτοχοί τους μένουν μακριά και εργάζονται στα αστικά κέντρα. Ακόμη και η καλλιέργεια ελιάς ή σιταριού απαιτεί την παρουσία τους εκεί, αρκετές φορές και σε συγκεκριμένο χρόνο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μένουν ανεκμετάλλευτα ή στην καλύτερη περίπτωση τα καλλιεργητικά τους έξοδα να ισούνται με τα έσοδά τους από το συγκεκριμένο χωράφι. Σε αντίθεση με αυτά, η καλλιέργεια της τρούφας δεν απαιτεί την παρουσία του καλλιεργητή.
Το πόση τρούφα μπορεί να αποδίδει μία φυτεία είναι ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια. Το πόσο εύφορο είναι το έδαφος, το είδος της τρούφας που καλλιεργούμε, οι κλιματολογικές συνθήκες που θα επικρατήσουν τα χρόνια που μεσολαβούν από τη φύτευση μέχρι την πρώτη παραγωγή είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη στρεμματική απόδοση μίας φυτείας τρούφας.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η αναμενόμενη απόδοση της καλοκαιρινής μαύρης τρούφας είναι 5-15 κιλά ανά στρέμμα, με την τιμή παραγωγού να ανέρχεται σε 250 ευρώ το κιλό, ενώ της χειμερινής μαύρης τρούφας είναι 2-10 κιλά ανά στρέμμα, με την τιμή παραγωγού να φτάνει έως και 900 ευρώ το κιλό.
Αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι τα έσοδα από μία καλλιέργεια τρούφας είναι καθαρά λεφτά, αφού τα έξοδα για την παραγωγή της είναι αμελητέα. Είναι δηλαδή μια επιχείρηση χωρίς ετήσια πάγια έξοδα, αλλά με πολύ σημαντικά έσοδα
ethnos
Οι «Επαγγελματικές Ευκαιρίες», με τη συνδρομή του γεωπόνου Κάσσανδρου Γάτσιου, αποκαλύπτουν τα μυστικά για την καλλιέργεια της τρούφας.
Η τρούφα ανήκει στην κλάση των ασκομυκήτων, δηλαδή των μυκήτων που σχηματίζουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα, τα σπόρια, μέσα σε μικρούς σάκους που ονομάζονται «ασκοί».
Μεταξύ του Απριλίου και του Ιουνίου δημιουργούνται οι πρώτες τρούφες. Κατά τον Ιούλιο οι μικρές τρούφες είναι ορατές με γυμνό μάτι και ζυγίζουν μερικά γραμμάρια. Τον Αύγουστο αρχίζει η φάση της ταχείας ανάπτυξης της τρούφας.
Η μαύρη τρούφα λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων που έχει ως προς το έδαφος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει παρά μόνο σε μερικά είδη εδαφών και συγκεκριμένα σε ασβεστώδη ή ασβεστούχα με μεγάλο εύρος περιεκτικότητας σε ασβέστιο και με υψηλό pH, καλό αερισμό, καλή στράγγιση και χαμηλή περιεκτικότητα σε άζωτο. Αλλα είδη τρούφας, όπως η θερινή τρούφα, δεν είναι τόσο απαιτητικά, άλλωστε μπορούν να αναπτυχθούν ακόμη και σε ελαφρώς όξινα εδάφη.
Τι πρέπει να γνωρίζετε
Οι τεχνικές καλλιέργειας
Πριν από την εγκατάσταση μίας νέας φυτείας, με φυτά εμβολιασμένα με τον μύκητα της τρούφας, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του τους κάτωθι παράγοντες:
Για να συλλέξουμε τις ώριμες τρούφες, παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ο χοίρος. Σήμερα όμως χρησιμοποιείται κυρίως ο εκπαιδευμένος σκύλος, ο οποίος τις εντοπίζει από την οσμή τους
- Την καταλληλότητα του αγρού. Σε γενικές γραμμές ένα χωράφι είναι κατάλληλο εφόσον είναι προσήλιο και έχει ελαφρά κλίση.
- Την ανάλυση του χώματος του εδάφους του αγρού. Αφού επιλέξουμε το χωράφι, πρέπει να γίνει ανάλυση στο χώμα του εδάφους.
- Το είδος των φυτών που θα φυτευτούν. Καθορίζεται το κατάλληλο είδος μυκορριζομένου δένδρου με τον μύκητα της τρούφας που θα επιλεγεί να καλλιεργηθεί, ανάλογα με το κλίμα, το έδαφος κ.λπ.
- Οι προκαταρκτικές εργασίες της φύτευσης είναι το ξερίζωμα της αυτοφυούς βλάστησης, η απομάκρυνση των ριζών των φυτών που ξεριζώνονται, η αναμόχλευση του εδάφους.
Φύτευση
Οι περίοδοι φύτευσης είναι δύο: το φθινόπωρο, από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τον Νοέμβριο, και στο τέλος του χειμώνα, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο.
Η προμήθεια των μυκορριζομένων φυτών πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένες επιχειρήσεις παραγωγής τέτοιων φυτών του εξωτερικού, οι οποίες έχουν την ειδική πιστοποίηση για παραγωγή και εμπορία μυκορριζομένων φυτών από τους ειδικούς για την εργασία αυτή πιστοποιητικούς οργανισμούς της χώρας προέλευσης. Από πειραματικά δεδομένα, έχει διαπιστωθεί ότι δένδρα που έχουν ικανοποιητική παραγωγή τρούφας είναι τα περιποιημένα και κλαδεμένα, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε εδάφη με μικρό βάθος και έχουν μέτρια γονιμότητα.
Συγκομιδή
Πριν αρχίσει να παρουσιάζεται η «καρποφορία» της τρούφας, παρατηρείται το φαινόμενο του «καψίματος» κάτω από την κόμη του δέντρου και συνήθως μέχρι εκεί που επεκτείνεται το ριζικό του σύστημα.
ethnos
Η τρούφα συνήθως βρίσκεται σε βάθος μερικών εκατοστών 10-25 cm μέχρι 40-50 cm από την επιφάνεια του εδάφους. Μερικές φορές οι τρούφες βρίσκονται σε πολύ μικρό βάθος. Για να συλλέξουμε τις ώριμες τρούφες, άλλοτε χρησιμοποιούνταν ο χοίρος, σήμερα κυρίως χρησιμοποιείται ο εκπαιδευμένος σκύλος. Ο χοίρος δεν έχει ανάγκη από ειδική εκπαίδευση. Η οσμή της τρούφας τον ξετρελαίνει. Το σκυλί επίσης είναι ικανό να επισημάνει τις τρούφες. Σε αντίθεση με τον χοίρο, η οσμή της δεν το ξετρελαίνει.
Οι καλλιέργειες αρχίζουν να παράγουν τρούφες στην περίπτωση που τα δέντρα είναι φουντουκιές στον 4ο χρόνο, ενώ στις βελανιδιές από τον 6 χρόνο. Η μέση παραγωγή της μαύρης τρούφας ύστερα από 8 χρόνια είναι 4-5 κιλά το στρέμμα, που μπορεί να φτάσει τα 8-10 κιλά σε πετυχημένες καλλιέργειες.
Τα κυριότερα είδη του μύκητα που μπορούν να καλλιεργηθούν
Η τρούφα συνήθως βρίσκεται σε βάθος μερικών εκατοστών 10-25 cm μέχρι 40-50 cm από την επιφάνεια του εδάφους.
healthyhappylifetips
Οι τρούφες συμβιώνουν με πολλά είδη φυτών. Τα κυριότερα είδη φυτών των οποίων οι ρίζες συμβιώνουν με το μυκήλιο της τρούφας και τα οποία ευρίσκονται αυτοφυόμενα στα δάση ή καλλιεργούνται σε συστηματικές καλλιέργειες για την παραγωγή τρούφας είναι:
Η δρυς η χνοώδης, ένα από τα κύρια φυτά που συμβιώνει με την τρούφα. Η φουντουκιά είναι εκείνο το δασικό είδος που μετά τη δρυ συμβιώνει πιο συχνά με την τρούφα.
Υπάρχουν περίπου 50 είδη τρούφας. Ολοι αυτοί οι μύκητες όμως δεν είναι εδώδιμοι. Μόνο μία δεκάδα αποτελεί τους εδώδιμους και από αυτούς μερικοί μόνο έχουν υψηλή γαστρονομική και οικονομική αξία, όπως είναι η άσπρη τρούφα ή «τρούφα του Πιεμόντε» και η μαύρη τρούφα, ενώ η τιμή πωλήσεως της θερινής τρούφας, που είναι πολύ διαδεδομένη στα δάση της χώρας μας, είναι πολύ χαμηλότερη.
Η μαύρη τρούφα: Ο μύκητας αυτός αποτελεί το κόσμημα της γαλλικής κουζίνας. Συχνά βρίσκονται τρούφες με βάρος μεγαλύτερο των 400 γραμμαρίων, ενώ στα μέσα της περιόδου συγκομιδής της το μέσο βάρος της είναι συνήθως 40 με 50 γραμμάρια.
Τα σπόρια του μύκητα αυτού ευρίσκονται σε ασκούς σε αριθμό 3-4 κατά μέσο όρο ανά ασκό. Το σχήμα τους είναι ελλειψοειδές με χρώμα σκούρο αδιαφανές. Τα σπόρια είναι αγκαθωτά στην επιφάνειά τους, με μικρά σκληρά αγκάθια.
Ο προσδιορισμός του είδους της τρούφας με τη χρησιμοποίηση της μορφολογίας των αγκαθιών και των σπορίων γίνεται από ειδικούς έμπειρους εκτιμητές ή σε ειδικά εργαστήρια κατά την πιστοποίηση των διαφόρων ειδών της τρούφας. Ο προσδιορισμός αυτός έχει πολύ μεγάλη σημασία επειδή, όπως προαναφέραμε, υπάρχει τεράστια διαφορά τιμής πωλήσεως στα διάφορα είδη τρούφας και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος νοθείας και αισχροκέρδειας.
Η μαύρη τρούφα αναπτύσσεται άριστα σε ασβεστώδη εδάφη με pH (7,0-8,5), ελαφρώς επικλινή, τα οποία έχουν καλή στράγγιση και καλή έκθεση στον ήλιο.
Η τρούφα του καλοκαιριού: Είναι η πλέον διαδεδομένη τρούφα της Ευρώπης. Οι περιοχές που καλλιεργείται ποικίλλουν. Τη βρίσκουμε να αυτοφύεται παντού όπου καλλιεργείται η μαύρη τρούφα αλλά όχι μόνο. Η Ιταλία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή, με μια μέση παραγωγή 60 τόνων, η Γαλλία με 30 τόνους και η Ισπανία με 25 τόνους. Εξωτερικά έχει και αυτή μαύρο χρώμα. Προτιμά τα ασβεστώδη εδάφη, αλλά τη βρίσκουμε και σε οργανικά ή αργιλώδη και σε ορισμένες περιπτώσεις σε ελαφρά όξινα εδάφη. Απαντάται σε υψόμετρο ακόμη και μεγαλύτερο των 1.100 μ.
Η τρούφα της Βουργουνδίας: Θεωρείται κατώτερη σε ποιότητα τρούφα σε σχέση με τη μαύρη τρούφα αλλά ανώτερη από την τρούφα του καλοκαιριού. Στη Γαλλία είναι η δεύτερη καλύτερη τρούφα από την άποψη της ποιότητας, και επομένως από την άποψη της τιμής πωλήσεως παραγωγού. Εξωτερικά έχει και αυτή μαύρο χρώμα.
Η τρούφα του φθινοπώρου: Η τρούφα αυτή, όσον αφορά το μέγεθος, το σχήμα, το χρώμα της επιδερμίδας και των σπορίων της, μοιάζει πάρα πολύ με τη μαύρη τρούφα, με τη διαφορά ότι έχει επιδερμίδα πιο μαύρη από τη μαύρη τρούφα και συνήθως είναι λίγο πιο μικρή από αυτήν. Εξωτερικά έχει και αυτή μαύρο χρώμα.
Η άσπρη τρούφα: Η τρούφα αυτή θεωρείται αρίστης ποιότητος και έχει πολύ μεγάλη εμπορική αξία. Ονομάζεται επίσης και «τρούφα του Πιεμόντε» (Ιταλία) επειδή καρποφορεί άφθονα στην περιοχή αυτή. Αναπτύσσεται και σε άλλες περιοχές της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας αλλά σε μικρότερες εκτάσεις.
Η επιφάνειά της είναι λεία και ελαφρά βελούδινη. Το χρώμα της ποικίλλει από την ασθενή ώχρα μέχρι το σκούρο μπεζ και το ελαφρύ πράσινο. Η σάρκα της είναι μοναδική, με χρώμα λευκό έως κίτρινο ή μερικές φορές γκριζωπό με λευκές λεπτές φλέβες. To άρωμά της είναι ευχάριστα αρωματικό, αλλά διαφέρει από το άρωμα των άλλων ποικιλιών της τρούφας.
Η λευκή τρούφα ζει σε συμβίωση με τις δρυς και τις φιλύρες. Τεχνικές για την παραγωγή φυτών «εμβολιασμένων» με τα μυκόρριζα της άσπρης τρούφας ακόμη δεν έχουν αναπτυχθεί, λόγω της δυσκολίας που έχουν τα σπόρια της άσπρης τρούφας να βλαστήσουν και να εγκατασταθούν στις ρίζες των φυτών.
Πού θα απευθυνθώ
Κάσσανδρος Γάτσιος. Γεωπόνος-Σύμβουλος Επιχειρήσεων. Εταιρεία Symagro – www.symagro.com. Επιστημονικό & Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου 6944846475- 26510 07653