Ένας γεράκος πηγαίνοντας στο σπίτι του καταλαβαίνει πως τον ακολουθεί ο Χάρος και τον πλησιάζει όλο και περισσότερο. Τρομαγμένος τρέχει να του κρυφτεί. Μπαίνει σ’ ένα σούπερ μάρκετ, παίρνει ένα καρότσι και κάνει τον πελάτη.
Μετά από κανένα μισάωρο σκέφτεται πως του ξέφυγε και ανακουφισμένος αποφασίζει να πάει να πληρώσει. Πηγαίνοντας στο ταμείο βλέπει τον χάρο να κάνει βόλτες έξω από το σούπερ μάρκετ περιμένοντάς τον. Παρατάει το καρότσι και τρέχει να βγει από την πίσω πόρτα.
Αφού έτρεξε όσο τον βαστούσαν τα πόδια του σκέφτηκε να πάει σε ένα μέρος με νεολαία για να μπερδέψει τον χάρο. Μπαίνει σε μία καφετέρια, παραγγέλνει ένα φρέντο καπουτσίνο και πιάνει τη κουβέντα με κάτι φοιτητές.
Αφού πέρασε 1 ώρα, νομίζοντας πως ξέφυγε πάει να φύγει αλλά τον βλέπει πάλι έξω από την καφετέρια να κόβει βόλτες. Βγαίνει από το παραθυράκι της τουαλέτας και το βάζει πάλι στο τρέξιμο.
Αφού έτρεξε όσο βαστούσε η καρδιά του σκέφτηκε να πάει σε ένα μέρος με παιδιά. Πηγαίνει λοιπόν σε μια παιδική χαρά και προσπαθεί να μπερδευτεί με τα παιδάκια που έπαιζαν. Ανεβαίνει στις τραμπάλες, κάνει κούνιες, παίζει στις τσουλήθρες σε λίγο όμως βλέπει πάλι τον Χάρο να κατευθύνεται προς το μέρος του.
Φεύγει τρομαγμένος και μπαίνει σε ένα παιδικό σταθμό την ώρα που τα πιτσιρίκια θα έτρωγαν. Βάζουν τις σαλιάρες τους τα μικρά, παίρνει και ο γεράκος μια σαλιάρα, τη φοράει και κάθεται σε ένα καρεκλάκι.
Εκείνη την ώρα αρχίζουν όλα μαζί τα νήπια να φωνάζουν: «Μαμ μαμ μαμ μαμ….»
Αρχίζει και ο γεράκος: «Μαμ μαμ μαμ μαμ μαμ…»
Τότε νιώθει ένα χτύπημα στον ώμο και μία φωνή να του λέει:
«Κάνε γρήγορα Μαμ, γιατί θα πάμε Άτα!»