Όσοι ερμηνεύουν τον Παράδεισο και την Κόλαση με οπτική δικαιϊκή, και όχι θεραπευτική, διαμορφώνουν την αντίληψη ότι στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια, επειδή ο Θεός δεν κάνει δεκτή τη μετάνοια αυτών που δεν μετανόησαν στη γη.
Αντιθέτως, ο Ιωάννης Δαμασκηνός αποφαίνεται ότι η μετάνοια είναι αδύνατη, επειδή η ψυχή των αμετανόητων δεν τρέπεται, και όχι τοῦ Θεοῦ μη δεχομένου την μετάνοιαν[107].
Η κατάστασή τους αυτή είναι αποκλειστικά δική τους ευθύνη, δική τους επιλογή. Ο Θεός και στον Σατανά παρέχει την αγάπη Του και τα αγαθά Του, εκείνος όμως τα απορρίπτει.
Ο αββάς Μακάριος προσθέτει μια γλαφυρή εικόνα της κατάστασης που βιώνουν οι κολασμένοι. Το πρόσωπο του ενός βρίσκεται κολλημένο στην ράχη του άλλου, αδυνατεί έτσι ο ένας να δει τόσο το πρόσωπο του άλλου όσο και το πρόσωπο του Θεού[108].
Η κόλαση, συνεπώς, είναι η αφιλία, η ακοινωνησία, η μοναξιά μεταξύ των προσώπων, η ανέραστη ζωή, ό,τι πιο επώδυνο επιφυλάσσεται γι’ αυτά[109].
Ο Ωριγένης (185-251 μ. Χ.) και ο Γρηγόριος Νύσσης (335-394 μ. Χ.) αποφαίνονται ότι το πυρ της κολάσεως είναι καθάρσιο και ιαματικό.
Ο Γρηγόριος αξιοποιεί το παράδειγμα του χρυσού που είναι αναμεμειγμένο με άλλα φυσικά στοιχεία και ο τεχνίτης το καίει, για να διακρίνει το ευγενές μέταλλο. Το κακό, επομένως, παύει να εκδηλώνεται ως διάβρωση των όντων κατά την παράταση των αιώνων.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για αποκατάσταση εἰς τό ἀρχαῖον, η οποία και αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι αναίτιος των αμαρτιών[110].
Η ιδέα όμως της αιωνιότητας της κόλασης δημιουργεί ερωτήματα και στο επίπεδο της οντολογίας. Με δεδομένη τη θέση ότι το κακό δεν έχει οντότητα η διαιώνιση της κόλασης κρίνεται από ορισμένους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως παράλογη.
Τη θέση αυτή συναντάμε στον Ωριγένη, ο οποίος σύμφωνα με τις θεωρίες του περί «ενάδος» των λογικών όντων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα αποκατασταθούν όλα στα έσχατα, για να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση (κυκλική αντίληψη-πλατωνική) και στον Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος αποδέχεται την αποκατάσταση, για να μη δώσει οντολογικό περιεχόμενο στο κακό[111].
Η Εκκλησία, όμως, έχει επισήμως απορρίψει ως κακοδοξία και πλάνη την ιδέα της αποκατάστασης των πάντων, αφού η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη 553 μ. Χ,) καταδίκασε επίσημα τις Ωριγενικές διδασκαλίες περί αποκαταστάσεως[112].
Υποστηρίζεται ότι τόσο το επιχείρημα της αγάπης, όσο και εκείνο της θεωρήσεως του κακού ως μη όντος προσκρούουν στη θεμελιώδη και απαράβατη αρχή της ελευθερίας, όταν αυτά χρησιμοποιούνται κατά της αιωνιότητας της κολάσεως, επισημαίνεται μάλιστα ότι η αληθινή αγάπη δεν νοείται χωρίς ελευθερία[113].
Η θέωση, δηλαδή, ως τελική «υποταγή» των πάντων στον Θεό προϋποθέτει απαραίτητα την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, γεγονός που δεν επιτρέπει τη θέωση και εκείνων που δεν επιθυμούν ελεύθερα να ταυτίζουν το θέλημά τους με εκείνο του Θεού[114].
[Συνεχίζεται]
[107] Ιωάννης Δαμασκηνός, «Κατά Μανιχαίων διάλογος», P.G. 94, 1573AB.
[108] Μακάριος ο Αιγύπτιος, «Αποφθέγματα», P.G. 34, 257CD-260A.
[109] Ν. Ματσούκα, «Οικονομία Τελείωση» στο Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ, (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναράς, 2005)σσ.239-317, εδώ σ.311.
[110] Μάξιμος Ομολογητής, «Του αυτού πεύσεις, και αποκρίσεις και ερωτήσεις και εκλογαί», P.G. 90, 796: «Καὶ οὕτως τῇ ἐπιγνώσει, οὐ τῇ μεθέξει τῶν ἀγαθῶν, ἀπολαβεῖν τὰς δυνάμεις, καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκαταστῆναι, καὶ δειχθῆναι τὸν δημιουργὸν ἀναίτιον τῆς ἁμαρτίας».
[111] Ι. Ζηζιούλας, «Εσχατολογία και Ύπαρξη Μια οντολογική προσέγγιση στο πρόβλημα των εσχάτων», όπ. παρ., σ.60.
[112] Ι. Ζηζιούλας, όπ. παρ., σ.61.
[113] Ι. Ζηζιούλας, όπ. παρ., σ.61.
[114] Ι. Ζηζιούλας, όπ. παρ., σ.62.
[via]