Είναι η ιστορία δυο φίλων που περπατούν στην έρημο. Κάποια στιγμή τσακώθηκαν κ ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο. Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί κ ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε,έγραψε πάνω σε μια πέτρα:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει κ στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή,τον ρώτησε: όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο κ τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί? Ο άλλος φίλος απάντησε: «όταν κάποιος μας πληγώνει, το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν. Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι γράφαμε τις πληγές στην πέτρα κ τα ευεργετήματα στην άμμο! Θα συνεχίσουμε έτσι; Δεν συμφέρει! Η μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα εμάς! Αργά και σταθερά ποτίζει κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας, ώσπου μια μέρα ξυπνάμε και δεν είμαστε εμείς, παρά κάποιος άλλος, τόσο ξένος από τον Εαυτό μας.