Προχθές ήμουν πολύ κουρασμένη. Τόσο που το χέρι μου πήγε αυτόματα στο τηλέφωνο σου που μετά από 6 χρόνια είναι ακόμα αποθηκευμένο στη μνήμη του κινητού μου.
Μαμά.
«Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν υπάρχει».
Τι εννοεί μ αυτό το «δεν υπάρχει», δεν έχω καταλάβει ακόμα.
Σε πήρα τηλέφωνο και εσύ το σήκωσες με πρώτη λέξη το «παρακαλώ», που το λέω κι εγώ η ίδια. Σου είπα ότι θα περάσω από το σπίτι να σε δω. Είχα ανάγκη να σε δω γιατί ήμουν πολύ κουρασμένη κι όπως κάθε φορά, εσύ θα είχες τον τρόπο να με κάνεις να το ξεχάσω.
Μου άνοιξες την πόρτα κι εγώ σε πήρα αγκαλιά. Από εκείνες τις σφιχτές τις αγκαλιές που πόναγες λίγο αλλά που λυτρωνόμουν εγώ.
Μ’ έβαλες μέσα στο σπίτι και με ρώτησες αν πεινάω.
Πεινούσα μαμά.
Μου είπες ότι είχες μαγειρέψει μελιτζάνες που δεν τις τρώω αλλά ταυτόχρονα είχες ήδη πάει στην κουζίνα να κόψεις πατάτες.
Μου ζήτησες να έρθω μέσα και να κάτσω κοντά, να σου κάνω παρέα. Έφτιαξα κι έναν καφέ και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας όσο εσύ προσπαθούσες να μ ευχαριστήσεις παρά το γεγονός ότι το κορμί σου πια, αντιστεκόταν σθεναρά.
Σ’ άφηνα. Όχι φυσικά γιατί μου άρεσε να σε βλέπω να υποφέρεις. Θα μπορούσα να φτιάξω κάτι εγώ. Ή να μη φτιάξω τίποτα.
Σ’ άφηνα γιατί σε όποια διαφορετική περίπτωση θα νόμιζες ότι σε λυπόμουν επειδή δεν μπορούσες, κι αυτό δεν θα το άντεχα με τίποτα.
Μου έφερες ένα κουλουράκι με τον καφέ για να μου κόψει την πείνα κι εγώ έμεινα να παρατηρώ το χέρι σου, τόσο αδυνατισμένο, τόσες φλέβες, τόση αρρώστια.
Έκατσες δίπλα μου μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό κι εγώ σου μίλαγα για τη δουλειά, για τους φίλους μου που γνώριζες, για την δική μου οικογένεια που λάτρευες.
Για τον μικρό μου άγγελο, που μεγάλωνε καλά, επειδή εσύ έκανες τη σωστή συναλλαγή.
Ένα προς ένα.
Θυμάμαι όταν σου είχα δώσει δώρο στη γιορτή σου εκείνο το μωρουδίστικο λευκό φανελάκι (δυο μέρες πριν είχα μάθει ότι θα γίνω κι εγώ μάνα). Άνοιξες το λεπτό χαρτί και κοιτάζοντας το έμεινες αποσβολωμένη για περίπου δέκα δευτερόλεπτα.
Σαν να μη το πίστευες μάνα. Ή σαν να χρειαζόσουν εκείνο το μαγικό χρόνο των δέκα –φαινομενικά νεκρών- δευτερολέπτων για να «ευχαριστήσεις» για τη χαρά μου.
Δεν μπόρεσες ποτέ να μου προσφέρεις βοήθεια, αλλά ίσως αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που μου έκανες μάνα, γιατί μου έδειξες με κάθε τρόπο ότι δεν χρειαζόταν.
Μπορούσα να τα καταφέρω μόνη μου σε όλα. Μπόρεσα και σε αυτό.
Τελείωσα με το φαγητό και μετέφερα τους καφέδες μας στο τραπεζάκι στο σαλόνι.
Με ρώτησες αν ήθελα να δω τα καινούργια σου ρούχα. Δεν ψώνιζες συχνά, συνήθως εγώ σε τράβαγα μαζί μου αλλά ήταν πάντα χαρά μου. Και τελικά ήταν και δική σου χαρά.
Είδα το καινούργιο κέντημα και μου είπες ότι δεν ήξερες αν θα προλάβεις να το τελειώσεις.
Τελικά έμεινε ατέλειωτο και έξι χρόνια μετά βρίσκεται πάντα ξεσκονισμένο σε εκείνο το καφέ ανοιχτό καλαθάκι που είχε γίνει προέκταση του χεριού σου.
Να ξέρεις όποιος βλέπει τα κεντήματά σου μάνα δεν το πιστεύει ότι έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι. Κι εγώ τους το επιβεβαιώνω.
Δεν σου είπα εκείνη τη μέρα γιατί ήμουν κουρασμένη.
Δεν στο είπα γιατί ποτέ δεν χρειαζόταν να στο πω. Έφευγε η κούραση μόνο με την παρουσία σου και με πέντε άσχετες, αδιάφορες για τους υπόλοιπους λέξεις που έκρυβαν μέσα τους εκείνο το «καταλαβαίνω» αλλά ταυτόχρονα και το «εσύ θα τη βρεις τη σωστή λύση παιδί μου»
Μάνα. Παιδί μου.
Ούτε το ένα ακούω από σένα. Ούτε το άλλο λέω σε σένα. Ευτυχώς που το λέω στο παιδί μου. Ευτυχώς το ακούω από το παιδί μου.
Μάνα, θα φύγω τώρα.
Έρχεσαι μέχρι την πόρτα και περιμένεις πάντα μέχρι να εξαφανιστώ από τα μάτια σου.
Λίγο πριν κλείσω την εξώπορτα πάντα, μα πάντα έλεγες…
«Να ξανάρθεις κορίτσι μου».
Εγώ θα ξανάρθω μάνα.
Εσύ δεν θα ξανάρθεις.