Μια γυναίκα, την ώρα που ποτίζει τα λουλούδια στην αυλή της, βλέπει τον κούκλο γείτονά της να περνάει.
Του φωνάζει να έρθει να πιει καφέ κι εκείνος δέχεται και μπαίνει μέσα.
Συζητούν καθώς πίνουν το καφεδάκι τους και μια στιγμή του λέει η γυναίκα λίγο αγχωμένα:
«Σε καμιά ωρίτσα επιστρέφει ο άντρας μου!»
«Ε, και τι έγινε; Αφού δεν κάνουμε κάτι κακό.»
«Μα γι’ αυτό στο λέω…»
BONUS ANEKDOTA
Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία. Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα…στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
– “Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!”
– “Πιο στοιχειωμένο ρε μαλάκα! απ` τα διόδια το σπρώχνω!”