Παραλιακή, 2 τα ξημερώματα και στα φανάρια σταματημένος ο φτιαγμένος σκαραβαίος, με τα μεταλλικά του χρώματα, με τις 16άρες ζάντες, τις εξατμίσεις, τα φιμέ τζάμια, κλπ. Ξαφνικά σκάει μύτη, δίπλα ακριβώς, μια Τεσταρόσα και ο τύπος από μέσα, κάνει νόημα στο τύπο του σκαραβαίου, να ανοίξει το παράθυρο.
Μόλις ο τύπος το ανοίγει, του λέει ο άλλος:
– “Είσαι για μια κόντρα;”
– “Ασε ρε φίλε, δε λέει το καρούλι σου μπροστά στο εργαλείο μου.”
– “Γιατί ρε μεγάλε το λες αυτό;”
– “Φραπεδιέρα έχεις;”, ρωτάει αυτός με το σκαραβαίο.
– “Όχι”, του απαντάει ο άλλος.
– “Ε, το δικό μου έχει.” Τρελαίνεται ο τύπος με τη Τεσταρόσα. Την επομένη μέρα, πάει γραμμή στην αντιπροσωπεία.
– “Καλά ρε”, τους λέει, “αυτοκίνητο 60.000.000 και να μην έχει φραπεδιέρα;
Γρήγορα περάστε μου μια τώρα.” Τι να κάνει ο αντιπρόσωπος, το στέλνει Ιταλία για να του περάσουν μια. Μετά από μια εβδομάδα, ο τύπος στο δρόμο ψάχνει απεγνωσμένα το σκαραβαίο. Με τα πολλά, το βρίσκει και σταματάει δίπλα. Του φωνάζει, ανοίγει ο τύπος από το σκαραβαίο το παράθυρο.
– “Να κεράσω καφέ;”, του λέει. – “Ασε”, του λέει ο άλλος, “τρώω ένα τοστ από τη τοστιέρα που έχω στο αυτοκίνητο. Θέλεις ένα;” Τα παίζει τελείως. Την επομένη στην αντιπροσωπεία, τα κάνει γης μαδιάμ, απαιτώντας να του βάλουν όλες τις ηλεκτρικές συσκευές στο αυτοκίνητο.
Παίρνει ξανά τους δρόμους και συναντάει σταματημένο δεξιά του δρόμου το σκαραβαίο. – “Θα σε σκίσω τώρα!”, σκέφτεται. Χτυπάει το τζάμι από το σκαραβαίο. Περιμένει, ξαναχτυπάει, περιμένει, ξαναχτυπάει, ώσπου μετά από 5 λεπτά, ανοίγει το παράθυρο και λέει στο τύπο του σκαραβαίο:
– “Κοίτα ρε φίλε, μέχρι και πλυντήριο πιάτων έχει το δικό μου.” Και ο άλλος του απαντά: – “Καλά ρε μεγάλε και είναι λόγος αυτός, να με βγάλεις από το μπάνιο;”