«Ο μεγάλος μου γιος είναι δεκάξι χρόνων. Τα σαββατοκύριακα μένω και κοιμάμαι στη Μαλάγα, κι αυτός βέβαια εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να βγει το βράδυ και να γυρίσει στο σπίτι λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Φεύγοντας, του λέω: “Πάρε με τηλέφωνο μόλις γυρίσεις σπίτι για να μην ανησυχώ”, κι εκείνος θυμώνει. Αυτό γίνεται πάντα! Ξέρω πως δεν είναι σωστό, αλλά ακούει κανείς να συμβαίνουν τόσα στον δρόμο, οπότε για να είμαι ήσυχη και να μην έχω αγωνία, του ζητάω να μου τηλεφωνεί.»
«Και για να του μάθεις να φοβάται. Αλλιώς, πώς θα μάθει κάποιος στα παιδιά του ότι πρέπει να φοβούνται; Γι’ αυτό και κάνει αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, είναι πολύ ενδιαφέρον το παράδειγμα. Όταν διαβάζει κανείς καθημερινά στις εφημερίδες όσα γίνονται, πώς μπορεί να μη φοβηθεί για τ’ αγαπημένα του πρόσωπα; Είναι αδύνατον να μη νιώσει φόβο.»
«Είναι, όμως, απολύτως βέβαιο ότι μεταδίδει αυτόν τον φόβο και στα παιδιά του;»
«Ασφαλώς. Και ξέρεις γιατί;Έχει σημασία να το ξέρεις. Είδαμε ότι ο τρόμος είναι αυτόματη αντίδραση. Δε χρειάζεται νοημοσύνη, καθώς είναι ένα συναίσθημα που προέρχεται από την πιο ζωώδη πλευρά του ανθρώπου. Ένα ζώο βλέπει ένα άλλο μεγαλύτερο να του γρυλίζει απειλητικά και τρομάζει. Δεν είναι ανάγκη να σκεφτεί: “Θα με δαγκώσει ή δε θα με δαγκώσει; Είναι ή δεν είναι δεμένο;” Όταν πηγαίνω βόλτα τον σκύλο μου και μέσα από τα κάγκελα ενός κήπου εμφανίζεται ένας άλλος που του γρυλίζει και του γαυγίζει, ο δικός μου τρομάζει, κι όχι γιατί σκέφτεται: “Λες να πέσουν τα κάγκελα;”
»Ο τρόμος είναι φυσιολογική αντίδραση. Ωραία, λοιπόν, όταν εξελιχθεί ο τρόμος εμφανίζεται ο φόβος, που δεν είναι πια ενστικτώδης, αλλά —το είπαμε κι αυτό— νοητική αντίδραση. Αρα εμείς, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας, δεν γεννηθήκαμε με φόβο. Γεννηθήκαμε με τη δυνατότητα να τρομάζουμε — αυτήν την ίδια δυνατότητα που έχουν ο σκύλος, η γάτα και το μικρό πουλάκι. Όλους μας τους φόβους τους μάθαμε” κανένας δεν ήταν έμφυτος. Μάθαμε να φοβόμαστε γιατί έτσι μας δίδαξαν. Και οι πρώτοι μας δάσκαλοι ήταν…»
«Ο μπαμπάς και η μαμά μας.»
«Βγάζει μάτι, ε; Αρχίζοντας με κάποια “φοβιστικά πράγματα” που εμείς οι γονείς λέμε στα παιδιά μας ατιμωρητί, όπως, για παράδειγμα: “Να προσέχεις!”»
«Γιατί είναι φοβερό να τους λες κάτι τέτοιο;»
«Γιατί το “να προσέχεις” σημαίνει “να φοβάσαι”, “ο κόσμος είναι επικίνδυνος” ή “φρόντισε να μη σου συμβεί τίποτα”. Και, πάνω απ’ όλα, γιατί υποδηλώνει ένα μακάβριο μήνυμα: “Πρόσεχε, γιατί αν σου συμβεί κάτι εγώ δε θα τ’ αντέξω”.»
«Όλα αυτά, όμως, τα λέει κάποιος για να προλάβει το κακό.»
«Ναι… Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Ωστόσο, δεν προειδοποιεί· τρομάζει. Η πρόληψη είναι κάτι περισσότερο από θέμα συμβουλών και προειδοποιήσεων: είναι να δείξεις στον άλλον πώς έχουν τα πράγματα, να του εξηγήσεις τι μπορεί να του συμβεί και τι μπορεί να κάνει για να το αποφύγει. Το γεγονός ότι, την ώρα που φεύγω από το σπίτι, η μητέρα μου μου λέει: “Να προσέχεις, έτσι;”, δεν είναι πια ευγένεια, είναι προσπάθεια να μου φορτώσει ένα ακόμη βάρος: “Πρέπει τώρα να προσέχω, αλλιώς θα στενοχωρηθεί η μαμά μου”.»
«Όμως, αν το πεις αυτό στο παιδί με γλυκιά φωνή και με τρυφερότητα…»
«Δεν ξέρω. Πρέπει να μάθουμε να λέμε “καλή διασκέδαση” ή “καλά να περάσεις”. Αυτό είναι το καλύτερο μήνυμα. Όταν το παιδί είναι επτά χρόνων κι εσύ του λες “πρόσεξε”, αυτό μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα, αν κι εγώ προσωπικά δεν το πιστεύω. Όταν είναι δώδεκα, αυτό κατά πάσα πιθανότητα δεν του είναι πια τόσο χρήσιμο. Όταν είναι δεκαοκτώ, σίγουρα δεν του χρησιμεύει πια σε τίποτα ή του κάνει κακό. Κι αυτό το λέω με την πεποίθηση ότι αν δεν κατάφερε ο γονιός να μάθει στο παιδί του να προσέχει ως τα δώδεκα χρόνια του, δεν πιστεύω πως θα του το μάθει στα δεκαοκτώ, κι ακόμη λιγότερο αναμασώντας την αγαπημένη του φράση: “Να προσέχεις”.
»Όταν ακούει η μητέρα μου ότι θα οδηγήσω ως τη θάλασσα και μου λέει: “Να προσέχεις, μην τρέχεις, μην προσπερνάς άλλα αυτοκίνητα”, δεν είναι ότι πιστεύει πως μπορεί τώρα πια να μου μάθει κάτι τέτοιο. Η αντίδραση της δεν αφορά καν εμένα· αφορά την ίδια. Προσπαθεί να διαλύσει τους δικούς της φόβους με τη φαντασίωση ότι η προειδοποίηση της “περί φόβου”, μπορεί να λειτουργήσει ως δια μαγείας. Δηλαδή, το να προφέρει τη φράση: “Να προσέχεις”, θα επιδράσει πάνω μου προστατευτικά, κι έτσι δεν θα πάθω τίποτα.
«Ελπίζω να μη σου δημιούργησα ανησυχία ή σύγχυση. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να προσέχουν, αλλά αυτό να το κάνουν για τον εαυτό τους. Το “να προσέχεις”, εμπεριέχει τη στάμπα ότι δεσμεύω τον άλλον με την ιδέα ότι πρέπει να κάνει κάτι για εκείνον που του δίνει τη συμβουλή.
»Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν να προσέχουν γι’ αυτά τα ίδια κι όχι για τους άλλους, αλλά αυτή η πραγματικά σωτήρια προσοχή κινδυνεύει να πέσει σε δεύτερη μοίρα, πίσω από το ενοχικό: “να προσέχεις” που λένε οι γονείς. Είναι ανάγκη να μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο πολύ αυτή μας η στάση διαμορφώνει ένα χαρακτήρα.
»Θα σου διηγηθώ κάτι για να καταλάβεις τι θέλω να πω. Μια μέρα, θα ήμουνα δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, βγήκα βόλτα με το ποδήλατο στη γειτονιά μου. Όπως έστριβα σε μια γωνία, έπεσα, και η μανέτα του φρένου καρφώθηκε στο πόδι μου. Φορτώθηκα το ποδήλατο στην πλάτη και γύρισα σπίτι με το πόδι μου να αιμορραγεί. Στο μεταξύ, ένα μόνο πράγμα σκεφτόμουν: τι θα πάθαινε η μητέρα μου όταν θα μ’ έβλεπε! Δεν ανησυχούσα για μένα, ούτε για το αίμα, ούτε για τον πόνο. Σκεφτόμουν μόνο: “Πώς θα με δει η καημένη η μαμά μου”. Είναι παράλογο. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας πως η φροντίδα για τον εαυτό τους είναι από κείνα για κείνα. Γι’ αυτό ακριβώς δεν πιστεύω πως είναι καλή ιδέα το “να προσέχεις”. Σε κάθε περίπτωση, μου φαίνεται πολύ σημαντικό να μάθεις πώς να αξιοποιείς όλην αυτήν την ενέργεια στην προστασία του σώματος και της ψυχής.»
«Αυτό, όμως, δεν γίνεται μόνο με τα παιδιά. Όταν ένας φίλος μας φεύγει για το εξωτερικό, του λέμε καλόκαρδα: “Άντε, και να προσέχεις…”»
«Είδες τι σου λέω; Το συνειδητοποιείς; Κυλάει μέσα στο αίμα μας το “να προσέχεις” ή το “να φυλάς τον εαυτό σου”. Δεν είναι κάτι που προέρχεται μόνο από τη μητέρα ή τον πατέρα μας.
»Μια αρκετά ηλικιωμένη κυρία με την οποία είχα κάποτε μια συζήτηση, μου είπε πως όταν ήταν μικρή, η μητέρα της δεν της είπε ποτέ “πρόσεχε”. Τραβούσε μόνο λίγο με το δάχτυλο το κάτω της βλέφαρο και της έλεγε: “φρόνιμα”… Της είπα πως η ιστορία είναι πάντα η ίδια και δεν μετράει η λέξη αλλά η συμπεριφορά. Αν γνωρίζουμε την αγωγή που έχουν λάβει και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα παιδιά, οι σύντροφοι ή οι άνθρωποι του περιβάλλοντος μας, τότε ποιο το νόημα της φράσης, στη σκάλα του αεροπλάνου: “Θα προσέχεις αγαπούλα μου, έτσι;”. Τι υποτίθεται πως θέλει κάποιος να πετύχει μ’ αυτό; Μπορεί κάποιος να κάνει κάτι, γιατί ο άλλος του είπε την τελευταία στιγμή: “Θα προσέχεις αγαπούλα”; Δεν το νομίζω, και η αλήθεια είναι ότι δεν το πιστεύω κιόλας. Μάλιστα, σχεδόν θυμώνω όταν το σκέφτομαι. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτά τα μηνύματα της τελευταίας στιγμής δίνονται εξαιτίας της ανάγκης που έχει ο καθένας από εμάς να ξορκίσει τους φόβους του. Κανείς δε λέει “πρόσεχε”, επειδή πιστεύει ότι έτσι θα προστατεύσει τον άλλον, ούτε το λέει γιατί σκέφτεται πως ο άλλος θα προσέχει επειδή τον προειδοποίησε (κανένας δεν το πιστεύει αυτό στα σοβαρά). Δεν περνάει από το μυαλό κανενός ότι οι συμβουλές στη σκάλα του αεροπλάνου θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά του άλλου. Όπως είπαμε, κάποιος τις δίνει απλώς και μόνο για να ελέγξει τους δικούς του φόβους, και σχεδόν ποτέ από αγάπη για τον άλλον.»
«Με συγχωρείς. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί κάποιος να ενεργήσει υποκινούμενος τόσο από τους δικούς του φόβους όσο και από την αγάπη του για τον άλλον; Γιατί πρέπει το ένα να αποκλείει το άλλο;»
«Γιατί το φορτίο των φόβων μας ακυρώνει την όποια τρυφερή συμπεριφορά μας και, επιπλέον, γιατί αυτός που μ’ αγαπάει πρέπει να θέλει να περνάω καλά, και όχι να προσέχω — ειδικά εάν δεν με έχει για εντελώς ηλίθιο. Αυτός που σου λέει “πρόσεχε”, στην ουσία σου λέει “ο κόσμος είναι επικίνδυνος”. Αυτός που σου λέει “διασκέδασε”, στην ουσία σου λέει “ο κόσμος είναι ένας τόπος χαράς”.
Ποιος σ’ αγαπάει καλύτερα;»
Πηγή: themamagers.gr