Τρέχοντας με 1.000 στον κεντρικό δρόμο μιας μικρής επαρχιακής πόλης ένας μηχανόβιος, για κακή του τύχη τον σταματάει ένας τροχονόμος.
-Κύριε πόλισμαν, άρχισε ευγενέστατα ο τύπος, να σας εξηγήσω…
-Δεν θα μου εξηγήσεις τίποτα, τον κόβει αγριεμένος ο αστυνομικός. Παρκάρισε τη μηχανή σου και γραμμή για το τμήμα.
-Μα, ήθελα απλώς να σας πω…, συνεχίζει στον ίδιο τόνο.
-Σκασμός και ακολούθησέ με, ανένδοτος ο τροχονόμος.
Με τα πολλά, έφτασαν στο τμήμα, όπου ο τροχονόμος διέταξε τον τύπο να μπει σ’ ένα κελί μέχρι να γυρίσει ο διοικητής.
Πέρασε μια ώρα, δύο, τρεις ώρες. Κάποια στιγμή πλησιάζει ο αστυνομικός το κελί και σε μια έκρηξη αβροφροσύνης, λέει στον τύπο:
– Άντε, είσαι και τυχερός. Ο διοικητής λείπει στο γάμο της κόρης του και όταν γυρίσει θα έχει τα κέφια του.
-Μπα, δε νομίζω… απαντάει ο οδηγός.
Εγώ είμαι ο γαμπρός!