Ένα πρωί στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς πλησιάζει ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δυο σάκοι.
– «Επ, πού πάς εσύ;», τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. «Τι έχεις μέσα στους σάκους;».
– «Άμμο», απαντάει ο τύπος.
– «Τι άμμο και βλακείες μου λες; Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο».
Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνειακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δεν βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.
Την άλλη μέρα το πρωί πάλι τα ίδια. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, τον σταματάει ο τελωνειακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από πέντε ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.
Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δυο σάκους να κρέμονται στους ώμους του.
– «Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με σένα; Λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους».
– «Άμμο».
– «Καλάααα… Κατέβα αμέσως για έλεγχο».
Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνειακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.
Επί δέκα μήνες κάθε πρωί ο τύπος ερχόταν, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνειακός ξεσκιζόταν να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο Χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνειακός μήπως και βρει τίποτα ύποπτο, αλλά μάταια. Κόντευε να τρελαθεί.
Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:
– «Ακου να δεις, φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα».
– «Εντάξει».
– «Κάνεις λαθρεμπόριο;».
– «Κάνω».
– «Και τι διάολο βγάζεις λαθραία από τη χώρα τόσο καιρό;».
– «Ποδήλατα».