Έχω ένα φίλο που μένει στο Νέο Βουτζά. Την Δευτέρα το απόγευμα δεν μπορούσα να τον βρω στο τηλέφωνο με τίποτα. Μου έστειλε τελικά ένα sms κατά τις 10 το βράδυ ότι είναι καλά αυτός και η οικογένεια του, και θα μου τα πει μετά. Μιλήσαμε λίγο την Τρίτη, και πιο εκτενώς σήμερα, πριν λίγο. Αυτά που άκουσα είναι ό,τι πιο συνταρακτικό έχω ακούσει στη ζωή μου. Τα μεταφέρω αυτολεξεί:
«Φίλε, τη Δευτέρα κατά τις 5 που καταλαβαίνω ότι έχει πιάσει φωτιά, και με νοτιοδυτικό άνεμο θα φτάσει σε εμάς, βάζω την γυναίκα και την κόρη μου στο αυτοκίνητο της και τους λέω φεύγετε τώρα, για τη μάνα σου στη Γλυφάδα. Δεν έχουν φύγει 5 λεπτά και ξαναβγαίνω απο το σπίτι, η θερμοκρασία 10 βαθμούς επάνω, και ξαφνικά αρχίζει και βρέχει φωτιά απο τον ουρανό: μπροστά στα μάτια μου ανάβουν 3-4 εστίες σε πλαινά οικόπεδα! Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούμε να μείνουμε λεπτό ακόμα, βουτάω τον μεγάλο μου γιο που έχει μείνει μαζί μου και τον σκύλο, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο μου και ορμάμε να κατέβουμε προς τη Λ.Μαραθώνος. Καθώς κατεβαίνουμε ήταν μπροστά μας κι άλλα αυτοκίνητα, στο ένα απο αυτά 3 πρώην συμμαθητές του γιού μου. Στα 500 μέτρα απο το σπίτι, βλέπω ότι ο δρόμος μπροστά μας κλείνει απο τη φωτιά, νιώθω ότι δεν θα τα καταφέρω, ενστικτωδώς φρενάρω, όπισθεν και επιτόπου στροφή (δεν κοίταξα καν να δω αν υπάρχει αμάξι πίσω μου!). Ξαναγυρνάμε στο σπίτι, σταματάω το αυτοκίνητο μέσα στην αυλή 4-5 μέτρα μακριά απο την πόρτα, ώστε αν καεί να μην μεταδώσει τη φωτιά στο σπίτι. Πόσα δευτερόλεπτα κάνεις για να βγεις απο ένα αυτοκίνητο και να κλείσεις τις πόρτες πίσω σου; στο διάστημα αυτό τα καιώμενα σωματίδια που αιωρούνταν παντού, τρύπησαν τα καθίσματα! Στα 4-5 μέτρα μέχρι να ανοίξουμε την πόρτα και να μπούμε μέσα, μας καιγότανε η πλάτη! Κλείνουμε τον πόρτα πίσω μας και η φωτιά (φωτιά όχι μόνο καπνός) έμπαινε απο τη χαραμάδα (καινούργιο σπίτι, καινούργια παράθυρα-πόρτες, όχι ξύλινα). Τραβάμε έπιπλα μακριά απο τα παράθυρα, σχίζω κουρτίνες με το σουγιά. Το ηλεκτρικό έχει κοπεί, το ρολό της μπροστινής μπαλκονόπορτας έχει μείνει ανοιχτό: αν δεν αντέξει το τζάμι καήκαμε, σκεφτομαι. Το τζάμι τρίπλεξ («αλεξίσφαιρο») κάποια στιγμή ραγίζει! Τέλειωσαν όλα σκέφτομαι. Ο γιός μου έχει πανικοβληθεί, θέλω να πάθω καρδιακή προσβολή, δεν θέλω να καώ, φωνάζει. Του ουρλιάζω σύνελθε θα πολεμήσουμε. Συνέρχεται, και επί μια ώρα, εγκλωβισμένοι βρέχουμε τα πάντα, έπιπλα, χαλιά, παράθυρα τοίχους συνεχώς. Μόλις νιώθω ότι γλυτώσαμε τον άμεσο κίνδυνο, προσπαθώ να επικοινωνήσω με τη γυναίκα μου, δεν υπάρχει δίκτυο, πάει καήκανε σκέφτομαι. Το ίδιο σκεφτότανε και αυτή που επίσης δεν μπορούσε να με βρει – ευτυχώς είχαν απομακρυνθεί με ασφάλεια ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΙΩΣΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ, φίλε. Μέχρι τις 4 τα ξημερώματα γυρνούσαμε και σπάγαμε σπίτια, μπαίναμε μέσα και σβήναμε εστίες σε έπιπλα κλπ, για να σώσουμε ότι μπορούμε. Το σκηνικό αποκαλυπτικό, καμένοι γέροι, παιδιά μόνα τους, να ουρλιάζουν στο δρόμο. Απο το δρόμο μας μόνο έχουν καεί 5 άνθρωποι. Σε όλο τον Βουτζά δεν έχουν απομείνει πέντε δέντρα. Να μην το ξαναζήσει άνθρωπος ρε φίλε…» Τα 3 παιδιά στο αυτοκίνητο μπροστά τους που συνέχισαν την προσπάθεια διαφυγής, χάθηκαν.