Ήταν βραδάκι όταν ο πατέρας έστριψε το τιμόνι και βγήκε σε ένα δρόμο όπου κάθε σπίτι είχε από ένα κόκκινο φωτάκι, ενώ πολλές όμορφες γυναίκες με αρκετά αιθέρια ρούχα έκαναν τις βόλτες τους στο πεζοδρόμιο, πέρα δώθε.
Την πάτησε. Δεν ήθελε να περάσει από αυτόν τον δρόμο, αλλά τι να κάνει τώρα…
Ο γιος του με έκπληξη ρωτάει:
– «Τι κάνουν μπαμπά αυτές οι κυρίες στην άκρη του δρόμου;»
Ο μπαμπάς, κάπως ταραγμένος, απαντά:
– «Πουλούν λίγη ευτυχία, παιδί μου… για ένα 20εύρω» τι άλλο να του πει και πως να του εξηγήσει. Ήταν δύσκολη η θέση του.
Όταν επιστρέφουν σπίτι, ο μικρός το σκέφτεται αρκετά και αποφάσισε πως τελικά δεν ήταν κάτι δύσκολο η ευτυχία. Αφού ο καθένας μπορούσε με ένα 20εύρω να αγοράσει λίγη ευτυχία, γιατί να μην το έκανε και ο ίδιος;
Πήρε μία ακόμα απόφαση. Έσπασε τον κουμπαρά του, έβγαλε το μοναδικό 20άρικο που είχε εκεί μέσα και την επόμενη μέρα που βγήκε για παιχνίδι, πήρε τα στενά και άρχισε να γυρνάει στη γειτονιά προκειμένου να βρει τον δρόμο εκείνο με τα κόκκινα φωτάκια και τις γυναίκες.
Ήταν μέρα, όμως, και τα φωτάκια δεν φαίνονταν. Ο δρόμος ήταν ίδιος, αλλά γυναίκες δεν έβλεπε πουθενά. Κάποια στιγμή, είδε μία που είχε κάπως ένα ελαφρύ ντύσιμο, η οποία έμπαινε σε ένα σπίτι που κρεμόταν από πάνω του μία λάμπα.
– «Κυρία, κυρία», άρχισε να την φωνάζει.
Έτρεξε, την πρόφτασε, έβγαλε από την τσέπη του το 20εύρω και της λέει:
– «Θέλω να αγοράσω λίγη ευτυχία!»
Έκπληκτη η γυναίκα πήρε τον μικρούλη μαζί της στο δωμάτιο και του ετοίμασε τρεις φέτες ψωμί με μερέντα!
Γυρνάει ενθουσιασμένος ο μικρός στο σπίτι και πηγαίνει και βρίσκει τον πατέρα του.
– «Μπαμπά, πήγα κι αγόρασα λίγη ευτυχία…»
Ταραγμένος ο πατέρας τον ρωτάει
– «Τι εννοείς; Τι έγινε ακριβώς»
Κι ο μικρός:
– «Τις πρώτες 2, που ήταν μπαμπάτσικες, τις κατάφερα μια χαρά, αλλά στην 3η ήμουν τόσο χορτασμένος, που μόνο την έyλειψα!»