Το magnus opus του Γκαίτε -Φάουστ-… Η πιο ανίερη συμφωνία που έχει γραφτεί. Ο Φάουστ προτιμά να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο για να κερδίσει και πάλι τα νιάτα του. `Εφυγε από τη ζωή στις 22 Μαρτίου του 1832.
-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
«Ο έξυπνος άνθρωπος αλλάζει γνώμη. Ο ηλίθιος ποτέ.» έλεγε ο κορυφαίος Γερμανός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, συγγραφέας, δραματουργός, φιλόσοφος, ζωγράφος, θεολόγος, πολιτικός, θεωρητικός της Τέχνης και επιστήμονας, Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε.
Είναι αλήθεια πως όσοι φοράνε παρωπίδες και πιστεύουν ότι μόνο εκείνοι έχουν δίκιο και δεν δέχονται τη γνώμη των άλλων, κρύβουν μια μορφή…ηλιθιότητας… Καλό είναι να είμαστε σταθεροί στα πιστεύω μας που αφορούν αξίες και ιδανικά… Ωστόσο, όσοι είναι δεκτικοί στο να επεξεργάζονται τη γνώμη των άλλων και να παραδέχονται τα δικά τους λάθη, είναι όχι μόνο εξυπνότεροι, αλλά νομίζω πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εξελιχθούν στη ζωή τους…
Ποιος άλλωστε, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα λόγια του Γκαίτε… Μια από τις τεράστιες μορφές του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πνεύματος. Με το μυθιστόρημά του «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», έγινε διάσημος σε όλον τον κόσμο στα 25 του χρόνια.
Άλλα έργα του είναι τα ακόλουθα:»Ο Γκαιτς φον Μπερλίχινγκεν με το σιδερένιο χέρι», «Ταξίδι στην Ιταλία», τα δράματα «Ιφιγένεια εν ταύροις», «Έγκμοντ», το έπος «Ερμάνος και Δωροθέα», «Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ», η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ποίηση και Αλήθεια». Ήταν ο εμπνευστής της ιδέας της Weltliteratur (παγκόσμια λογοτεχνία) κι έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για τις λογοτεχνίες των άλλων δυτικών χωρών, όπως και της Αραβικής, της Περσικής και της Αρχαιοελληνικής. Ήταν, επίσης, από τους πρωταγωνιστές της κίνησης «Κλασικισμός της Βαϊμάρης».
Το magnus opus είναι ο «Φάουστ», έργο πάνω στο οποίο δούλεψε για 60 χρόνια. Πρόκειται για το δημιούργημα ολόκληρης της ζωής του, που ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο ένα χρόνο πριν από το θάνατο του, το 1832 στη Βαϊμάρη. Πριν το τέλος του είπε: «Φως, περισσότερο φως» Γερμανικά: «Mehr Licht!».
Στο έργο του «Φάουστ», ο Διάβολος-Μεφιστοφελής με τα διάφορα μαγικά του τεχνάσματα καταφέρνει να πείσει τον πρωταγωνιστή ότι μπορεί να του δώσει τα νιάτα του και πάλι, με αντάλλαγμα εκείνος να του πουλήσει την ψυχή του.
Δεν είναι λίγες οι ιστορίες με έναν άνθρωπο που επιλέγει να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο.. Η συγκεκριμένη όμως, πρόκειται για την πιο γνωστή ανίερη συμφωνία που έχει γραφτεί. Είναι η αιώνια μάχη του καλού με το κακό, καθώς το πρώτο προκαλεί το δεύτερο.
Από τους πρώτους κιόλας στίχους του έργου, η ψυχή του πρωταγωνιστή παίζεται είναι καθοριστικό ότι είναι άτυχη και παίζεται κορώνα γράμματα.
Ο Κύριος και ο Μεφιστοφελής έχουν μια συζήτηση για την ανικανοποίητη φύση του σοφού Γκαίτε. Εκείνος, καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αποκτά γνώση χωρίς όμως να καταφέρει να κατακτήσει την αλήθεια.
Η ψυχή του είναι χωρισμένη στα δύο και πλανάται στο διάκενο. Δημιουργείται, λοιπόν το εξής δίλημμα: να παραμείνει «σφιχτά στον κόσμο αυτόν» κατακτώντας μεγάλες ανακαλύψεις ή «με ορμή από την σκόνη να υψωθεί στις σφαίρες των τρανών προγόνων ψηλά»;
Αυτές οι δύο αντιφατικές όψεις είναι αδύνατο να συνυπάρξουν. Αυτό οδηγεί τον ήρωα της ιστορίας σε απόγνωση και δεν θέλει πια να ζει. Ο Κύριος, δεν μπορεί να κάνει κάτι για να προστατέψει τον δούλο του και ο Μεφιστοτέλης, εκμεταλλεύεται την κατάσταση αποφασίζοντας να τον διεκδικήσει όσο είναι ακόμη ζωντανός.
ΚΥΡΙΟΣ
…Τους ομοίους σου δε μίσησα ποτέ.
Από τα πνεύματα που αρνούνται, ο πονηρός
ο λιγότερο μου είναι βαρετός.
Κουράζεται ο άνθρωπος πολύ και γρήγορα γυρεύει να ησυχάσει,
γι` αυτό μου αρέσει να έχει ένα μαζί,
που ως διάολος πλάθει και κεντά στη δράση.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Να βλέπω που και που το γέρο εδώ μου αρέσει,
και προσέχω μη κόψουμε τη σχέση.
Τι καλοσύνη να μιλεί του σατανά
ένας τρανός αφέντης τόσο ανθρωπινά….
Ο Φάουστ, ήταν ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο που γεννήθηκε γύρω στο 1480 στο Κίντλιγκεν της Γερμανίας και αυτοπαρουσιαζόταν ως Μάγιστρος Γεώργιος Σαμπέλικους, Φάουστους υιός, «κεφαλή των νεκρομαντών, αστρολόγος, χειρομάντης, αερομάντης, πυρομάντης, δεύτερος στην υδρομαντεία». Πριν ακόμα μπει στον κόσμο της ποίησης, φήμες και θρύλοι ακούγονταν για εκείνον. τροφή για φήμες και θρύλους .
Λέγεται ότι καταγόταν από το Χέλμστατ κοντά στη Χαϊδελβέργη. Μεταγενέστερες όμως πηγές αναφέρουν ότι καταγόταν από το Κνίντλιγκεν στο Μάουλμπρον. Σύμφωνα με διάφορα ιστορικά ντοκουμέντα, δεν ήταν λίγοι οι ισχυροί άνθρωποι που θέλησαν να επωφεληθούν από τον Φάουστ. Ένα ντοκουμέντο του 1539, μάλιστα, τον αναφέρει ως νεκρό. Οι θρύλοι και οι ιστορίες για τις παράξενες συνθήκες θανάτου του είναι πολλές. Μία από αυτές είναι ότι ο διάβολος στραγγάλισε τον Φάουστ στο Μπράισγκαου.
Αρχικά ο διάβολος εμφανίζεται με τη μορφή ενός σκύλου για να μπει στο σπίτι του Φάουστ την ώρα που εκείνος έχει ένα από τα γνωστά παραληρήματά του για τις ανώφελες προσπάθειες της ζωής του. Ο Μεφιστοφελής του τάζει «θησαυρούς» με ένα αντάλλαγμα. Ποιό είναι αυτό; H ψυχή του. Mεγάλο το τίμημα, ωστόσο ο θησαυρός φαντάζει τόσο μεγάλος για τον Φάουστ… Αποφασίζει τελικά να συναινέσει και να ακολουθήσει το καταστροφικό μονοπάτι που τον οδηγεί ο Μεφιστοτέλης.
Με τη συνοδεία του, πηγαίνει σε μέρη που έως τότε φάνταζαν απαγορευμένα. Είναι ένα πρωτόγνωρο ταξίδι για τον Φάουστ, κυρίως ως προς τα συναισθήματα. Μέχρι τότε διψούσε για σοφία. Τώρα στη ψυχή του κυριαρχούν άλλα…Απελπισία, έpωτας, μετάνοια… Φτάνει σε σημείο να παρασύρει ένα δεκαεξάχρονο κοpίτσι, τη Μαργαρίτα, σε έναν έpωτα που έχει τραγική κατάληξη.
Η αγνή, καταπιεσμένη και χωρίς αυτοπεποίθηση Μαργαρίτα, υποκύπτει στη μοίρα της παρόλο που είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται τον Μεφιστοφελή.
Κάποια στιγμή, ο οδοιπόρος αλλάζει γνώμη για το πωλητήριο της ψυχής του αλλά η συμφωνία είναι απαράβατη και δεν μπορεί να την αλλάξει… Το πρόσωπό του είναι τραγικό, από την αρχή μέχρι το τέλος…
Εκείνο ενάντια στο Μηδέν που στέκει τώρα,
το κάτι, αυτός ο κόσμος ο χοντρά κομμένος,
ολότελα δεν είναι πειραγμένος,
όσα κι αν πιχειρίστηκα ως την ώρα
με μπόρες, κύματα, σεισμούς και πυρκαγιά –
στέκουν ατάραχα και πέλαα και στεριά!
Κι η κολασμένη δα των ζώων και ανθρώπων γεννά
αυτή είναι αδύνατο κανένας να τη βλάψει:
πόσους δεν έχω ως τώρα θάψει!
Κι αίμα καινούργιο νέο πηδά ολοένα.
Έτσι πάει πάντα, είναι κανένας να λυσσιάζει.
Πηγή: klik.gr