Η λιονταρίνα λείπει για κυνήγι και το αρσενικό λιοντάρι ψάχνει κάποιον να παίξει.
Βλέπει την μαϊμού πάνω στο δέντρο και της λέει:
«Μαϊμού κατέβα να παίξουμε».
«Φοβάμαι ότι θα με φας» του λέει η μαϊμού.
«Δεν πεινάω. Κατέβα και σου ορκίζομαι ότι δεν θα σε φάω».
«Μόνο αν δέσεις και τα τέσσερα πόδια σου θα κατέβω», λέει η μαϊμού.
Τι να κάνει το λιοντάρι, δένεται. Κατεβαίνει η μαϊμού και έτσι όπως ήταν δεμένο το λιοντάρι αρχίζει να του κάνει «τη δουλειά».
Τρελαίνεται το λιοντάρι από τον θυμό του, σπάει τα σκοινιά και αρχίζει να κυνηγάει την μαϊμού. Η μαϊμού μπαίνει σε ένα πάρκο, βρίσκει μια εφημερίδα κάθεται στο παγκάκι και κάνει ότι διαβάζει.
Tο λιοντάρι που τους ρωτούσε όλους έναν-έναν φτάνει και στη μαϊμού:
«Συγνώμη κύριε, μήπως είδατε τη μαϊμού;»
Η μαϊμού χωρίς να κατεβάσει την εφημερίδα του λέει:
«Ποια μαϊμού αυτή που πηδάει το λιοντάρι;»
«Όχι ρε π@ύστη μου…! Το γράψανε κιόλας οι εφημερίδες;»