«Διατηρώ ένα κατάστημα οπτικών στην Κυψέλη και συμβαίνει σχεδόν καθημερινά να με αναγνωρίζουν πελάτες. Με ρωτούν αν είμαι ο ηθοποιός Κώστας Μακέδος κι εγώ το αρνούμαι. Αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς: ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής»… Με αυτά τα λόγια, μιλώντας στην εφημερίδα «Espresso», ο λατρεμένος ηθοποιός από την «χρυσή» εποχή της βιντεοκασέτας δίνει την δική του εξήγηση για έναν από τους μύθους που συνόδευσαν την «εξαφάνισή» του από τον χώρο πριν από περίπου 15-20 χρόνια.
Θέλοντας και μη, λόγω της σωματοδομής του, ήξερε και ο ίδιος από πολύ νεαρή ηλικία ότι ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητος. Και παραδέχεται ότι τα μπόλικα παραπανίσια κιλά ήταν πάντοτε ένας λόγος για πειράγματα, για αυτό που σήμερα αποκαλούμε «μπούλινγκ» ο οποίος ως όρος ήταν ακόμη άγνωστος όταν εκείνος μεγάλωνε στην Καβάλα. Η προσωπικότητά του, όμως, αλλά και ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν σε κανέναν να τον καθορίσει και να τον κρίνει αποκλειστικά από την εξωτερική εμφάνισή του. Όσο για την ηθοποιία, αυτή δεν υπήρξε ακριβώς αυτό που λέμε «παιδικό όνειρο». Γιατρός ήθελε να γίνει ο άνθρωπος και μέσω του δρόμου της ιατρικής, τελικά βρέθηκε με κατάστημα οπτικών, φροντίζοντας από πολύ νωρίς να προετοιμάσει το επόμενο, μετά την υποκριτική, βήμα, αναλογιζόμενος ότι η ηθοποιία δεν θα πληρώνει πάντοτε τους λογαριασμούς του σπιτιού.
Ξεκίνησε την καριέρα του περισσότερο από περιέργεια αλλά και… πείσμα. Βάλθηκε να αποδείξει ότι για να βγεις στο… γυαλί δεν είναι απαραίτητο να είσαι ζεν πρεμιέ! Ασχολήθηκε με την υποκριτική από την περίοδο των σπουδών του κιόλας, συμμετέχοντας σε φοιτητικές παραστάσεις σε ολόκληρη την Θράκη, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε στα έδρανα ένα ιδιόγραφο σημείωμα από τον σημαντικότατο στο χώρο της κωμωδίας και της επιθεώρησης θεατρικό παραγωγό, συγγραφέα και δημοσιογράφο, Βύρωνα Μακρίδη, ο οποίος του πρότεινε «κανονική» δουλειά ηθοποιού, στο ρόλο ενός Ρομά.
Από εκείνη την στιγμή η μεταπήδησή του και στην ανθούσα τότε «βιομηχανία» της βιντεοκασέτας ήταν δεδομένη, με τον Μακέδο να συμμετέχει σε πολλές παραγωγές. Και όπως ισχύει και για πολλούς άλλους ηθοποιούς, ακόμη και για «ιερά τέρατα» της υποκριτικής, κάποιες από αυτές τις δουλειές ήταν αμφιβόλου ποιότητας και άλλες έμειναν στην ιστορία. Με κορυφαίο παράδειγμα όλων βέβαια, το απόλυτο cult διαμάντι «The… Κόπανοι», στο πλευρό του Γιώργου Κωνσταντίνου και κυρίως (για τις ανάγκες της ταινίας) μπροστά στον Κώστα Παληό. Τον ηθοποιό που υποδύθηκε τον υπέροχο απατεώνα και χαρτοκλέφτη «Δούκα», για τον οποίο ο Μακέδος «καθάριζε», με την θρυλική ατάκα «αφεντικό να με δείρει;», την ώρα που καταβρόχθιζε ένα… μέτρο σάντουϊτς! (Δείτε την σκηνή μετά το 4.20 του παρακάτω βίντεο).
Όπως λέει και ο ίδιος, γνώριζε ότι τα παραπανίσια κιλά σίγουρα θα απέτρεπαν από το να πάρει ορισμένους ρόλους, από την άλλη όμως, ήξερε πολύ καλά ότι θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί και το αντίθετο. Όπως και έγινε άλλωστε και στο φιλμ «The… Κόπανοι» όπου ο ρόλος γράφτηκε και… ράφτηκε στα… μέτρα του ή στο σίριαλ «Μην μου γυρνάς την πλάτη», ξανά με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κωνσταντίνου με τον οποίο είχε και πολλές συνεργασίες και στο θέατρο.
Τον συναντάμε για πρώτη φορά στην «μεγάλη οθόνη» το 1982, σε ταινίες όπως «Και ο πρώτος ματάκιας» με τον Ψάλτη, «Κομάντος και μανούλια» με τον Παπαναστασίου, «Σατανάδες στα σχολεία», «Φυλακές ανηλίκων» του Ντίμη Δαδήρα, και τους «Χούλιγκανς» του Κώστα Καραγιάννη την επόμενη χρονιά. Το ίδιο έτος τον συναντάμε σε φιλμ όπως η «Σιδηρά κυρία» με τη Βλαχοπούλου, «Ο Παπασούζας φαντομάς» με τον Παπαναστασίου, «Στα σαγόνια της εφορίας» με τον Ηλιόπουλο, αλλά και στα φιλμ «Αν ήταν το βιολί πουλί» (1984) με τον Μουστάκα, «Εθνική παπάδων» (1984) και «Σούπερ Λύκειο Νο 1» (1985), πριν ακολουθήσουν δεκάδες παρουσίες, με κυριότερες αυτές στον «Δυναστεία», τον «Ροζ γάτο» και το φιλμ «Πόντιοι».
Γνώρισε την διαχρονική καταξίωση μέσα από τους… Κόπανους που αναμφισβήτητα θα είναι η ταινία για την οποία θα μνημονεύεται για πάντα, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι ακόμη και 35 χρόνια μετά την προβολή της παραμένει σημείο αναφοράς και μέσω αυτής γίνεται ακόμη γνωστός και σε ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί καν όταν βγήκε στις αίθουσες. Πολλοί εξ αυτών τον αναγνωρίζουν στο κατάστημα οπτικών της Κυψέλης.