Μια αναγνώστρια ήθελε να μιλήσει για τον αποτυχημένο γάμος της, που την ανάγκασε να γυρίσει στο πατρικό της με το γιο της. Η ίδια δεν είναι περήφανη για την κατάληξη αυτή και αγχώνεται για το τι θα επακολουθήσει.
Διονυσία: Διαβάστε την εξομολόγηση
«Με βρίσκετε σε μια φάση που μόλις μετακόμισα σε ένα άλλο σπίτι, μικρότερο, ξένο.
Τον τελευταίο καιρό η κατάσταση στο σπίτι ήταν αφόρητη. Δεν υπήρχε κακοποίηση, δεν υπήρχε ξύλο ούτε εκβιασμοί και απειλές αλλά δεν υπήρχε και αγάπη. Και μια ωραία μέρα, το διαλύσαμε το διαλυμένο και πήρα το αγοράκι μου (2 ετών) τις βαλίτσες και τις κούτες μου και έφυγα.
Είμαι άνεργη, δεν έχω να πληρώσω ούτε το νοίκι, μου το πληρώνουν οι γονείς μου. Έφυγα από το πατρικό μου για να ξαναγυρίσω και παίρνω ίντερνετ από το γείτονα να είναι καλά, μου έχει δώσει τον κωδικό του και μπαίνω γιατί είστε η μόνη επαφή που έχω με ανθρώπους που μπορούν να με καταλάβουν. Έρχονται κάθε μέρα συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι να δούν το «αξιοθέατο», να με συλληπηθούν λες και μας βρήκε συμφορά και μετά να φύγουν χαμογελώντας μουδιασμένα ίσως και ειρωνικά, που αυτό δεν έτυχε στο γιό τους ή στη κόρη τους. Ή που συμβαίνει ήδη αλλά δεν το ξέρουν. Ή το ξέρουν και δεν το λένε.
Είμαι ανάμεσα σε κούτες, θέλω ένα μήνα για να τα φτιάξω όλα αυτά. Τις κούτες μέσα στη ψυχή μου ίσως να μην τις φτιάξω και ποτέ. Στο παιδί βράζω μακαρόνια ή παίρνουμε σουβλάκια. Ο μπαμπάς του παίρνει και ρωτάει τι κάνει. Αν δεν ήταν οι γονείς μου, θα μέναμε στο δρόμο. Είμαι 29 και νιώθω 69. Νιώθω ότι απέτυχα, ότι θα μπορούσα να σώσω το γάμο μου αν είχα φερθεί αλλιώς, ότι μου άξιζε, ότι δεν είμαι καλή μητέρα που έβαλα το παιδί μου σε αυτή τη διαδικασία».
Στην εξομολόγηση, η κοπέλα αναφέρει πως θα ήθελε να κάνει μία νέα αρχή με τον άντρα της ώστε να επανορθώσει προς το παιδί της. «Νιώθω τρομερές ενοχές για το παιδί μου που δεν θα μάθει ποτέ πως είναι να ζείς μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά, που δεν θα έχει Κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια, που δεν θα σβήνει τα κεράκια της τούρτας του και με τους δύο μαζί, που μεγαλώνοντας θα κάνει διακοπές μόνο με τον έναν ή μόνο με τον άλλον και ποτέ με τους δύο. Μετά σκέφτομαι ποιος θα γυρίσει να με κοιτάξει χωρισμένη, με ένα παιδί και χωρίς δουλειά; Γιατί να είμαι καταδικασμένη να μείνω μόνη μου στη ζωή, από μια λάθος επιλογή;
Ο Στεφανάκος μου με κοιτάζει και τα μάτια του φωτίζονται «Μαμά, μπάλια» φωνάζει και δείχνει τη μπάλα του χαρούμενος. Αυτή η χαρά μέσα στην άγνοιά του, με σκοτώνει. Θέλω να τα μαζέψω όλα τώρα και να γυρίσω πίσω, να κάνω μια νέα αρχή με τον άντρα μου, να κοιμάμαι και να ξυπνάω στο μεγάλο μας σπίτι μέσα στα δέντρα και όχι στο άθλιο μικρό διαμέρισμα του κέντρου με το νέφος και τους μαυρισμένους τοίχους, τον ήχο από τα αυτοκίνητα και τους καυγάδες. Και μετά σκέφτομαι πως εκεί στο μεγάλο σπίτι με τα καθαρά σεντόνια και τα φρεσκοβαμμένα δωμάτια, δεν ήμασταν ευτυχισμένοι».
«Είχαμε πολύ καιρό να πάμε για καφέ ή για ποτό μόνο οι δυο μας. Πολύ καιρό να γελάσουμε. Πολύ καιρό να κάνουμε όσα κάναμε πρίν το παιδί. Πολύ καιρό να κάνουμε έρωτα. Πολύ καιρό να είμαστε ο εαυτός μας. Έμπαινε στο σπίτι και ή δεν μίλαγε ή γκρίνιαζε ή έβριζε. Έμπαινα στο σπίτι και έριχνα κλεφτές ματιές στα παπούτσια του που τα είχε αφήσει στο χώλ και δεν τα έβαζε πίσω στη θέση τους για να έχω λόγο να τσακωθούμε. Έψαχνα και έψαχνε το στραβό όταν το είχαμε εκεί μπροστά μας, όταν το μόνο στραβό ήμασταν εμείς. Πώς να το εξηγήσεις αυτό στο παιδί; Πώς να του το δώσεις να το καταλάβει; Ακόμη και σήμερα ακούω πόρτα να χτυπάει δυνατά και μου θυμίζει τον τελευταίο χρόνο, μέσα σε εκείνο το σπίτι, που οι πόρτες χτυπούσαν όχι από τον αέρα, αλλά από τον θυμό.
Δεν θέλω να γίνω σαν τα περισσότερα ζευγάρια που όταν χωρίζουν ξεκατινιάζονται μέχρι τελικής πτώσης. Δεν με νοιάζει αν δίνει διατροφή, δεν με νοιάζει αν έχει γκόμενα, αν βγαίνει, αν κάνει τη ζωή του όπως λένε οι περισσότερες. Με νοιάζει μόνο να αγαπάει και να βλέπει το παιδί. Κι αν δεν θέλει ούτε αυτό να σου πω κάτι; Πάλι δεν με νοιάζει, κακό δικό του γιατί μια μέρα το παιδί θα τον κρίνει όχι εγώ. Εγώ σαν μητέρα το χρέος μου το έκανα, προσπάθησα να προστατέψω το παιδί μου από τις εντάσεις και τους τσακωμούς και να του δώσω ένα ήρεμο περιβάλλον έστω κι αν αυτό έχει ένα γονιό.
Τώρα το τι θα κάνει η άλλη πλευρά λίγο με ενδιαφέρει. Ο μικρούλης κοιμήθηκε, το τσιγάρο μου τέλειωσε. Πάω κι εγώ για ύπνο, πάω να ονειρευτώ πως μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω, 5 χρόνια πίσω, τότε που όταν τον γνώρισα δεν τον προσπέρασα. Δεν μετανιώνω για το παιδί, μετανιώνω για εμάς, κι ας ξέρω καλά, πως χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο. Κλαίω…»
Ήταν μία εκ βαθέων εξομολόγηση από μία γυναίκα που αν μη τι άλλο ήταν απόλυτα ειλικρινής με το τι ήθελε από τον άνδρα της και από τη σχέση της.