Η Ειρήνη Πουρνάρα μας μαγειρεύει ντολμαδάκια με κιμά και σάλτσα λεμονιού.
Σύζυγος βιομηχάνου, αρχοντική, με φυσική ευγένεια και ομορφιά διαρκείας, μας στρώνει το τραπέζι της με ντολμαδάκια με κιμά και σάλτσα λεμονιού.
«Γεννήθηκα στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου 20, είμαι Πλακιώτισσα. Τρεις κόρες ήμασταν, σε ενάμιση χρόνο παντρευτήκαμε και οι τρεις. Η μαμά μας ήταν αυστηρή και δεν άφηνε τα κορίτσια της να βγουν μόνα, οπότε βγαίναμε όλες μαζί τότε στη Φρυνίχου. Ήθελες μια δικαιολογία για όλα τότε, και για να τηλεφωνήσεις έπρεπε να πας στο περίπτερο. Από τους συζύγους των αδελφών μου γνώρισα τον Γιώργο στα 27 μου, τον παντρεύτηκα το 1960, είχαμε 30 χρόνια διαφορά ηλικίας, μα ήταν πολύ καλός. Είχε την πρώτη καλτσοβιομηχανία στην Ελλάδα, “Πουρνάρα”, με το εργοστάσιο να βρίσκεται στην Τυδέως, στο Παγκράτι. Από τότε μέναμε στο Παγκράτι, οδός Μερκούρη. Ήξερα να μαγειρεύω όλα τα σαντορινιά φαγητά όταν παντρεύτηκα, από τη μαμά μου, που είχε καταγωγή από το νησί. Ψάρια σαβόρι, σφουγγάτο με τριμμένο κολοκύθι και δυόσμο, ντολμαδάκια με τον κιμά και σάλτσα λεμονιού, πολλά έκανα. Όμως όταν παντρευόταν μια κοπέλα, το προσωπικό του σπιτιού ήταν καθιερωμένο. Είχαμε διαφορετική που αναλάμβανε το πλύσιμο, άλλη το σιδέρωμα και αργότερα είχαμε και μια ψυχοκόρη, τη Ζωίτσα. Πάντοτε είχα νέα κορίτσια από το χωριό, και οι δύο παντρεύτηκαν και φύγανε.
Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό, συνηθιζόταν δε να καθορίζει η κάθε οικοδέσποινα ποια μέρα της εβδομάδας θα δέχεται επισκέψεις. Το ανακοινώναμε σε δημόσια εφημερίδα, εμείς είχαμε την Τρίτη και έτσι κάποιος που το διάβαζε μπορούσε να έρθει και απρόσκλητος. Συχνότερα καλούσαμε για τσάι, ενώ μια δυο φορές τον χρόνο κάναμε δεξιώσεις στους παλιούς καλούς εμπόρους της Αθήνας. Όταν θέλαμε να ανταποδώσουμε κάποιο κάλεσμα, βγαίναμε στη “Μεγάλη Βρεταννία”. Στα καλέσματα στο σπίτι κάναμε ρολό κιμά σκέτο, με πατάτες φούρνου ή με ρύζι, ούτε με μακαρόνια ούτε με κριθαράκια. Ο πουρές γινόταν στο χέρι με τον μύλο, έδινε κι έπαιρνε μαζί με το ρολό ή με μπιφτέκια. Το παστίτσιο ήταν συχνό, όπως και η αθηναϊκή με ψάρι: κρατούσαμε την ουρά και το κεφάλι ανέπαφα για το στόλισμα και έμενε το ψάρι καθαρό στη μέση, μαζί με βραστά λαχανικά και σπιτική μαγιονέζα. Ο ψαράς μας ήταν στη Θεμιστοκλέους και ήταν ο καλύτερος της Αθήνας. Από μια οικογενειακή φίλη, την Αιμιλία, που είναι Πολίτισσα, έμαθα την αστική πολίτικη κουζίνα.
Τρώγαμε και έξω, τις Κυριακές του χειμώνα πηγαίναμε να δούμε την πεθερά μου στην Κηφισιά και τρώγαμε κρέας στο εστιατόριο του Λεωνίδα. Τις Κυριακές του καλοκαιριού κατεβαίναμε στη θάλασσα, πηγαίναμε στο Φάληρο, κι ο άντρας μου έτρωγε γλώσσα. Ήταν λιγόφαγος, δεν του άρεσαν τα βούτυρα, οι σάλτσες. Λιτοδίαιτος θα έλεγα, όλα τα ήθελε απλά. Μπαχαρικά δεν χρησιμοποιώ καθόλου, εκτός από δάφνη στις φακές, λίγο γαρίφαλο ή κανέλα αν χρειαστεί στον κιμά και μοσχοκάρυδο στην μπεσαμέλ. »Στο σπίτι επεδίωκα να έχω πρόγραμμα φαγητού, αλλά τα παιδιά μου (δύο γιοι και μια μονάκριβη) αντιδρούσαν. Ο Παναγιώτης ήθελε ντομάτες γεμιστές – έχει πάρει τάπερ μαζί του στην Ελβετία, όπου μένει. Ο Νίκος ήθελε μπιφτέκια με πατάτες και η Μαργαρίτα μπαρμπούνια τηγανητά. Και για τους συμμαθητές τους μαγείρευα, για τους φίλους τους, για τους κηπουρούς, η πρόσκληση για το φαγητό στο σπίτι μας ήταν αυτονόητη. Τρώγαμε όλοι μαζί, έστρωνα ένα τραπέζι για όλους. Πατάτες τηγανητές και γεμιστές ντομάτες έχω κάνει για ολόκληρες στρατιές, τώρα κάνω για τα εγγόνια μου. Η Στεφανία θέλει κεφτέδες και παστίτσιο, η μικρή Μαργαρίτα τα τρώει όλα. Κάθε Κυριακή τρώμε μαζί με τα παιδιά μου που ζουν στην Αθήνα. Στους ενοίκους της πολυκατοικίας μας δίνω φαγητό, σε ανθρώπους που ζουν κοντά μου, ακόμα και σε αστέγους σταθερούς, που μένουν τριγύρω, κάνω σούπες για τον χειμώνα. Αν δεν μαγειρέψω, υποφέρω».